Με μεγάλη χαρά αποδέχθηκα την πρόσκληση να συμμετάσχω στη σημερινή εκδήλωση παρουσίασης της κατ’ άρθρον ερμηνείας του Συντάγματος. Πρόκειται αναμφισβήτητα για ένα δύσκολο εγχείρημα, και το γνωρίζω αυτό από προσωπική εμπειρίαꞏ από τότε που – πριν μερικές δεκαετίες – συνεπιμελήθηκα με τον συμπαριστάμενο απόψε Μιχάλη Σταθόπουλο την κατ’ άρθρο ερμηνεία του Αστικού Κώδικα. Το να προσπαθείς να συντονίσεις την προσπάθεια δεκάδων ανθρώπων, να είσαι ταυτόχρονα και φιλικός αλλά και αυστηρός με τους συγγραφείς (προκειμένου να τηρηθούν οι χρόνοι), σας βεβαιώνω ότι δεν είναι καθόλου εύκολο.
Το πρόβλημα της ερμηνείας του Συντάγματος έχει καταστεί τα τελευταία χρόνια αντικείμενο έντονων συζητήσεων, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς. Ένας από τους λόγους που έχουν οδηγήσει σ’ αυτό είναι η ευρύτερη διάδοση της εντύπωσης, στους κόλπους της μεθοδολογίας του δικαίου, ότι η ερμηνεία των συνταγματικών κανόνων παρουσιάζει ιδιαιτερότητες που δεν μπορεί ν’ αντιμετωπίσει η τρέχουσα μεθοδολογική διδασκαλία, η οποία κατά βάση είναι προσανατολισμένη στους παραδοσιακούς κλάδους του αστικού και του ποινικού δικαίου.
Σύμφωνα με την άποψη αυτή, η ερμηνεία του Συντάγματος διαφέρει από την ερμηνεία του κοινού νόμου λόγω του χαρακτήρα του πρώτου, και γι’ αυτό πρέπει να γίνεται βάσει ειδικών κανόνων. Στο πλαίσιο αυτό, ως ιδιάζοντα χαρακτηριστικά του Συντάγματος αναφέρονται κυρίως η ανώτερη ιεραρχική θέση του στο σύστημα κανόνων της εθνικής έννομης τάξης (lex superior), οι προοπτικές διάρκειας ισχύος του που διαπερνά συνήθως αντιλήψεις διάφορων εποχών, και ο ιδιαίτερα γενικός και αφηρημένος τρόπος διατύπωσης πολλών από τις διατάξεις του.
Ενόψει των χαρακτηριστικών αυτών, πρέπει κατά την άποψη αυτή η παραδοσιακή μεθοδολογία του δικαίου, προκειμένου περί της ερμηνείας του Συντάγματος, να συμπληρώνεται από ειδικούς κανόνες ή ειδικά κριτήρια ή ειδικές αρχές ερμηνείας, όπως αυτές που αναπτύχθηκαν από τη νομολογία του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Η άλλη άποψη αντιπαραθέτει ότι τόσο το Σύνταγμα όσο και ο κοινός νόμος είναι δημιουργήματα του πνεύματος και ως τέτοια, όταν χρήζουν ερμηνείας, αυτή θα επιχειρηθεί με βάση τους γνωστούς κανόνες της νομικής μεθοδολογίας. Το Σύνταγμα, ως προς την ερμηνεία του, δεν διαφέρει από οποιονδήποτε νόμο. Η αρχή της ενότητας του Συντάγματος, μια από τις ειδικές αρχές ερμηνείας που διέπλασε η γερμανική νομολογία, δεν διαφέρει από την αρχή της ενότητας οποιουδήποτε κοινού νόμου που ρυθμίζει έναν συγκεκριμένο χώρο της κοινωνικής πραγματικότητας. Τα παραδοσιακά μέσα της νομικής μεθοδολογίας αρκούν κατά βάση, ώστε να αντιμετωπίσουν όχι μόνο τα συνήθη αλλά και τα δυσκολότερα προβλήματα που ενδέχεται να εμφανίσει η ερμηνεία διατάξεων του Συντάγματος.
Άλλωστε, τα ερμηνευτικά προβλήματα είναι συνήθως κοινά, είτε πρόκειται για το Σύνταγμα είτε για κάποιον απλό νόμο. Η αποσαφήνιση του νοήματος ενός κανόνα δικαίου ενδέχεται να είναι αναγκαία για διάφορους λόγους, που συνήθως εμφανίζονται με όμοιον τρόπο και στις δύο περιπτώσεις. Ο σπουδαιότερος και πρακτικά συχνότερος λόγος, για τον οποίον ο εφαρμοστής του δικαίου «αναγκάζεται» να προσφύγει στις μεθόδους ερμηνείας του νόμου, είναι ότι οι κανόνες δικαίου πολλές φορές δεν περιλαμβάνουν στις προϋποθέσεις εφαρμογής τους μόνο περιγραφικές έννοιες αλλά και όρους με αξιολογικό περιεχόμενο, όπως γενικές ρήτρες ή αόριστες νομικές έννοιες. Αυτό συμβαίνει δε όχι μόνο στους κοινούς νόμους αλλά και στο Σύνταγμα.
Για παράδειγμα, αόριστες νομικές έννοιες δεν είναι μόνο «ο σπουδαίος λόγος», η «υπέρμετρα επαχθής παροχή» ή η «ανήθικη αιτία», που απαντώνται σε άρθρα του Αστικού Κώδικα, αλλά και η έννοια της «σοβαρής διατάραξης της κοινωνικο-οικονομικής ζωής» στο άρθρο 11 §2 του Συντ., η έννοια του «εθνικού θέματος εξαιρετικής σημασίας» στο άρθρο 41 §2, η έννοια της «εξαιρετικά επείγουσας και απρόβλεπτης ανάγκης» στο άρθρο 44 §1 και πολλές άλλες.
Αλλά ας επιστρέψουμε τώρα στην κατ’ άρθρο ερμηνεία του Συντάγματος που παρουσιάζεται απόψε και η οποία, κατά τη γνώμη μου χαρακτηρίζεται από δύο σημαντικές ιδιαιτερότητες.
Η πρώτη ιδιαιτερότητα έχει να κάνει με το γεγονός ότι η ερμηνεία του καταστατικού χάρτη της χώρας είναι δωρεάν και δημόσια προσβάσιμη μέσω της ιστοσελίδας Syntagma Watch. Και εάν αυτό είναι γενικότερα σημαντικό για το άνοιγμα της νομικής επιστήμης προς τους πολίτες, νομίζω ότι είναι ακόμη πιο σημαντικό όσον αφορά το Σύνταγμα. Γιατί το Σύνταγμα είναι ο καταστατικός χάρτης της Πολιτείας μας, ο οποίος καθορίζει την οργάνωση και τη λειτουργία των άμεσων κρατικών οργάνων και, κυρίως, κατοχυρώνει τα δικαιώματα των πολιτών τόσο έναντι του Κράτους όσο και στις σχέσεις μεταξύ τους. Το Σύνταγμα είναι το κείμενο, το οποίο θα πρέπει να γνωρίζουν όλοι οι πολίτες, όχι μόνον οι νομικοί, και στο οποίο θα πρέπει να ανατρέχουν προκειμένου να ενημερωθούν για τα σημαντικά ζητήματα του δημόσιου βίου. Σκεφθείτε, πόσοι Έλληνες πολίτες θα ήθελαν τις τελευταίες ημέρες να διαβάσουν τις διατάξεις του άρθρου 16. Κατά συνέπεια, είναι πολύ σημαντικό, όχι μόνο για τη νομική επιστήμη αλλά και για τον δημόσιο βίο γενικότερα, ότι προσφέρεται σήμερα στο κοινό δωρεάν η ερμηνεία όλων των άρθρων του Συντάγματος.
Η δεύτερη ιδιαιτερότητα του σημαντικού αυτού εγχειρήματος, την οποία θα ήθελα να εξάρω, είναι η ηλεκτρονική πρόσβαση στην κατ’ άρθρον ερμηνεία του Συντάγματος. Η ηλεκτρονική φύση της ερμηνείας αυτής επιτρέπει την πολύ γρήγορη επικαιροποίηση των κειμένων και την συμπερίληψη όλων των νεώτερων εξελίξεων στο πεδίο του συνταγματικού δικαίου. Αυτό συνδέεται με μια άλλη ιδιότητα του δικαίου, το οποίο αποτελεί ένα «ζωντανό» θεσμικό εργαλείο που πρέπει να προσαρμόζεται στις διαρκώς μεταβαλλόμενες πολιτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες. Το δίκαιο δεν είναι κάτι στατικό και δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι στατικό, αν επιθυμούμε να διατηρήσει τη χρηστικότητα και την κανονιστικότητά του. Άλλωστε, εάν το νόημα των λέξεων μεταβάλλεται στο πέρασμα του χρόνου, δεν θα μπορούσε παρά να μεταβάλλεται και το νόημα των κανόνων δικαίου που χρησιμοποιούν τις λέξεις αυτές. Το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα όλων των κανόνων δικαίου ισχύει κατά μείζονα λόγο για τις συνταγματικές διατάξεις. Γιατί το Σύνταγμα, ως γνωστόν, αναθεωρείται πολύ πιο δύσκολα από τα συνήθη νομοθετικά κείμενα και γι’ αυτό χρειάζεται ακόμη περισσότερο την προαναφερθείσα ευελιξία και ζωντάνια προκειμένου να μην χάσει την επαφή με την πραγματικότητα.
Τέλος, θα ήθελα να τονίσω ότι το έργο που παρουσιάζεται σήμερα, δεν αφορά μόνον τους συνταγματολόγους. Αφορά όλη τη νομική κοινότητα και όλους τους κλάδους του δικαίου. Ακόμα και το αστικό δίκαιο. Γιατί μπορεί βέβαια όλοι οι επιμέρους κλάδοι του δικαίου να διατηρούν τη φυσιογνωμία τους και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους, κινούνται όμως στο πλαίσιο που χαράσσει το συνταγματικό κείμενο με την υπέρτερη τυπική ισχύ του. Βέβαια, εκτός από το Σύνταγμα υπέρτερη τυπική ισχύ έναντι των κοινών νόμων διαθέτουν και το ενωσιακό και το διεθνές δίκαιο, που ομοίως συμπεριλαμβάνονται στην κατ’ άρθρον ερμηνεία.
Για όλους αυτούς τους λόγους, η ηλεκτρονική και δημόσια προσβάσιμη κατ’ άρθρον ερμηνεία του Συντάγματος, υπό την επιμέλεια των Καθηγητών Σπ. Βλαχόπουλου, Ξ. Κοντιάδη και Γ. Τασόπουλου, αποτελεί πολύτιμη συμβολή όχι μόνο στη νομική επιστήμη αλλά και στην κοινωνία γενικότερα. Συγχαίρω θερμά τους συντελεστές και τους συγγραφείς για τη δουλειά και τον κόπο που κατέβαλαν και εύχομαι το έργο τους να είναι καλοτάξιδο και να στεφθεί με επιτυχία.
Σας ευχαριστώ πολύ!
Απόστολος Γεωργιάδης
Ακαδημαϊκός, Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ