Μετά τις προχθεσινές εκλογές η χώρα βρίσκεται μπροστά σε ένα εντελώς νέο πολιτικό τοπίο, με σημαντικές θεσμικές επιπτώσεις. Κατ’ αρχάς αναδύθηκε ένα κατακερματισμένο κομματικό σύστημα, στο οποίο κυριαρχεί ένα κόμμα εξουσίας χωρίς αντίπαλη πρόταση διακυβέρνησης. Πρόκειται για το λεγόμενο κομματικό σύστημα του «ενάμισι κόμματος». Ωστόσο, το πρωτοφανές σε αυτό τον συσχετισμό είναι ότι η αξιωματική αντιπολίτευση εξέλεξε μόλις 48 βουλευτές, άρα στερείται βασικά όπλα για να ασκήσει το έργο της.
Ενδεικτικά, δεν μπορεί να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας κατά της Κυβέρνησης (απαιτούνται 50 βουλευτές), δεν μπορεί να υποβάλει πρόταση αναθεώρησης του Συντάγματος (επίσης 50 βουλευτές), δεν μπορεί σε συνεργασία με τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης (εξαιρουμένων των τριών ακροδεξιών) να επιβάλει τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής (απαιτούνται 120 βουλευτές), για να περιοριστούμε σε τρία παραδείγματα.
Ποτέ από το 1974 μέχρι σήμερα η αξιωματική αντιπολίτευση δεν εξέλεξε λιγότερους από 50 βουλευτές, όντας έτσι ανίσχυρη να προβεί σε βασικές κοινοβουλευτικές λειτουργίες που αρμόζουν στον ρόλο της. Ο μόνος τρόπος για να ξεπεραστεί αυτή η «κοινοβουλευτική ανωμαλία», που πρακτικά ισχυροποιεί ακόμη περισσότερο την Κυβέρνηση και αποδυναμώνει ένα σημαντικό θεσμικό αντίβαρο απέναντι στην πρωθυπουργική μονοκρατορία, είναι να διαμορφωθεί μία προγραμματική κοινοβουλευτική συνεργασία των δύο όμορων πολιτικών κομμάτων Κεντροαριστεράς και Αριστεράς, ώστε να μην ματαιωθεί η δυνατότητα εφαρμογής βασικών συνταγματικών ρυθμίσεων κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Το δεύτερο καινοφανές γεγονός των εκλογών είναι ασφαλώς η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση τριών ακροδεξιών κομμάτων, από τα οποία οι Σπαρτιάτες εμφανίζονται ως οιονεί διάδοχο σχήμα της Χρυσής Αυγής. Θα ήταν προτιμότερο αντί για τρία μικρά κόμματα με συνολική δύναμη περίπου 13% να υπάρχει ένα μεσαίο ακροδεξιό κόμμα; Πολιτικά ασφαλώς η απάντηση είναι εκ πρώτης όψεως αρνητική. Όμως, από θεσμική άποψη η κοινοβουλευτική λειτουργία τριών διαφορετικών κομμάτων, που εκφράζουν παραλλαγές ακροδεξιού ή νεοφασιστικού λόγου, συνεπάγεται τριπλές αγορεύσεις πολιτικών αρχηγών και κοινοβουλευτικών εκπροσώπων, τριπλή παρουσία σε όλα τα κοινοβουλευτικά όργανα και στα ΜΜΕ, άρα μία πολυφωνία που απευθύνεται σε ένα πολύχρωμο ακροατήριο και μπορεί να λειτουργήσει πιο «εκμαυλιστικά».
Το τρίτο κρίσιμο και επίσης ιστορικά πρωτοφανές θεσμικό αποτύπωμα των εκλογών είναι το ρεκόρ αποχής. Πρόκειται για εκδήλωση αδιαφορίας, διαμαρτυρίας ή αντισυστημικότητας; Το βέβαιο είναι ότι δεν αποτελεί ένα συγκυριακό φαινόμενο, όπως αποδεικνύουν η διαρκής άνοδος της αποχής την τελευταία εικοσαετία και τα σχετικά ποιοτικά ευρήματα.
Μία τελευταία παρατήρηση: Η νέα Κυβέρνηση εμφανίζεται πανίσχυρη, όχι μόνο λόγω της αβυσσαλέας απόστασής της από το δεύτερο κόμμα, αλλά και εξαιτίας των θεσμικών επιπτώσεων που ήδη αναλύθηκαν. Σε συνάρτηση με τη διαπίστωση ότι ήδη κατά την προηγούμενη τετραετία είχε επιτύχει να περιορίσει ή να «τιθασεύσει» τη λειτουργία των κυριότερων θεσμικών αντίβαρων –Κοινοβούλιο, ανεξάρτητες αρχές, δικαιοσύνη, ΜΜΕ– το μείζον ερώτημα που τίθεται είναι αν προοιωνίζονται φαινόμενα κατάχρησης εξουσίας, αλαζονείας ή προσβολής δικαιοκρατικών εγγυήσεων, συνιστώντας απειλή για την ποιότητα των δημοκρατικών θεσμών. Οι ευρείες εκλογικές πλειοψηφίες χωρίς ισχυρή αντιπολίτευση και αντίβαρα εγκυμονούν, όπως αποδεικνύει η διεθνής εμπειρία, κινδύνους θεσμικού εκτροχιασμού.
Ξενοφών Κοντιάδης
Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Πρόεδρος του Κέντρου Ευρωπαϊκού Συνταγματικού Δικαίου