Η αλλαγή του εκλογικού νόμου ήταν μία από τις βασικές προεκλογικές εξαγγελίες του κυβερνώντος κόμματος. Μάλιστα φαίνεται ότι δεν θα εξαντληθεί μόνο στην αλλαγή του εκλογικού συστήματος αλλά θα επεκταθεί και σε άλλα θέματα της εκλογικής νομοθεσίας. Ίσως, λοιπόν, έχει κάποιο ενδιαφέρον να δούμε τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει ο εκλογικός νομοθέτης με βάση το ισχύον συνταγματικό πλαίσιο. Με την αναγκαία διευκρίνιση ότι αυτό που είναι συνταγματικά δυνατό δεν είναι κατ’ ανάγκην και πολιτικά δυνατό ή σκόπιμο.
Η ευχέρεια και οι δεσμεύσεις που φέρει ο εκλογικός νομοθέτης
Όσον αφορά την αλλαγή του εκλογικού συστήματος, για τρίτη φορά μετά το 2004, γεγονός που αποδεικνύει ότι η μειωμένη κινητικότητα γύρω από το εκλογικό σύστημα, την οποία επεδίωξε ο αναθεωρητικός νομοθέτης του 2001, δεν επαληθεύθηκε στην πράξη, ο εκλογικός νομοθέτης έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια, αν και όχι σε εκείνον τον βαθμό που του αναγνωρίζει το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (ΑΕΔ), το οποίο θεωρεί σχεδόν συνταγματικά αδιάφορη την αρχή της ουσιαστικής ισότητας (ισοδυναμίας) της ψήφου.
Ο εκλογικός νομοθέτης δεσμεύεται, όμως, από το άρθρο 54 παρ. 1 Συντ. το οποίο μεταθέτει τον χρόνο ισχύος κάθε νέου εκλογικού συστήματος για τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός αν υπάρξει πλειοψηφία διακοσίων βουλευτών για την ισχύ του άμεσα από τις επόμενες εκλογές. Το σενάριο της αναθεώρησης του άρθρου 54 παρ. 1 Συντ. ως προς το μέρος του που αφορά τον χρόνο ισχύος του νέου εκλογικού συστήματος, ώστε να μειωθεί η απαιτούμενη πλειοψηφία για την άμεση ισχύ του, κατά τη γνώμη μου προσκρούει στο άρθρο 110 παρ. 1 Συντ., αφού ο συγκεκριμένος κανόνας δικαίου εντός της διάταξης του άρθρου 54 παρ. 1 Συντ., δεν ήταν αντικείμενο της προ-αναθεωρητικής απόφασης.[1]
Κατά τα άλλα, ο εκλογικός νομοθέτης μπορεί να επαναφέρει το σύστημα bonus, όχι όμως απροϋπόθετο: δηλαδή είτε με τη θέσπιση ελάχιστου εκλογικού ποσοστού (γύρω στο 40 %) ως προϋπόθεσης για την κάρπωση του bonus, καλύτερα με τη μείωσή του στις 40 έδρες, είτε με κλιμάκωση του bonus ανάλογα με το επιτευχθέν εκλογικό ποσοστό, πάλι μέχρι 40 έδρες.
Υπό την εκδοχή του αυτή ή άλλη παρόμοια, ένα σύστημα bonus θα μπορούσε να γίνει αποδεκτό και από το ΚΙΝΑΛ, ενώ και ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την ανθεκτική επίδοσή του στις βουλευτικές εκλογές του 2019 ίσως να μην το έβλεπε κατά βάθος τόσο αρνητικά.
Το όριο εισόδου των κομμάτων στη Βουλή – Οι Βουλευτές Επικρατείας
Η αύξηση του ορίου εισόδου στη Βουλή από 3% σε 4% ή το πολύ σε 5%, είναι οριακά ανεκτή από συνταγματική άποψη, θα οδηγούσε όμως κατά πάσα πιθανότητα σε μια μείωση του αριθμού των κομμάτων που αντιπροσωπεύονται στη Βουλή, δηλαδή, τελικά, σε έναν περιορισμό του πολιτικού πλουραλισμού.
Τα περί αυξήσεως του αριθμού των βουλευτών Επικρατείας σε είκοσι αποτελούν προφανώς εσφαλμένες πληροφορίες. Ο ανώτατος επιτρεπτός αριθμός βουλευτών Επικρατείας είναι δεκαπέντε (άρθρο 54 παρ. 3 Συντ.). Μολονότι το Σύνταγμα επιτρέπει τη μείωση του αριθμού των βουλευτών από τριακόσιους σε διακόσιους πενήντα ή και διακόσιους (άρθρο 51 παρ. 1 Συντ.), νομίζω ότι αποτελεί πλέον ένα σταθερό στοιχείο του ελληνικού συνταγματικού δικαίου η εξάντληση του ανώτατου ορίου που επιτρέπει το άρθρο 51 παρ. 1.
Η ψήφος των εκτός Επικρατείας Ελλήνων εκλογέων
Αφήσαμε τελευταίο το «αιώνιο» ζήτημα της ψήφου των εκτός Επικρατείας Ελλήνων εκλογέων, με το οποίο θα ασχοληθούμε εκτενέστερα σε επόμενο άρθρο. Εδώ αρκούμαστε απλώς στην επισήμανση ότι το άρθρο 51 παρ. 4 Συντ. που αναφέρεται στο θέμα αυτό δεν «δημιουργεί» ex novo ένα δικαίωμα που δεν το είχαν οι Έλληνες του εξωτερικού, αλλά απλώς θέλει να διευκολύνει την άσκησή του (π.χ. με την επιστολική ψήφο).
Επομένως, δεν τίθεται ζήτημα αλλοίωσης του εκλογικού αποτελέσματος, ούτε νόθευσης της λαϊκής βούλησης. Κλίνω λοιπόν υπέρ της άποψης ότι η οργάνωση της άσκησης του δικαιώματος αυτού θα πρέπει να διασφαλίζει την ίση επιρροή των Ελλήνων εκλογέων του εξωτερικού στο εκλογικό αποτέλεσμα και όχι απλώς την εκπροσώπησή τους με ευάριθμους βουλευτές Επικρατείας ή εκλογικών περιφερειών διασκορπισμένων ανά Ήπειρο.
Υποσημείωση:
[1] βλ. Χ. Ανθόπουλος, Αναθεώρηση και άρθρο 54, σε: Τα Νέα, 17.7.2019.
Χαράλαμπος Ανθόπουλος
Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης στο Ε.Α.Π.
*Το κείμενο δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά στο Πρώτο Θέμα στις 8/9/2019.