Search
Close this search box.

Τρεις διώξεις για τους Σπαρτιάτες

Τι σημαίνει σε κοινοβουλευτικό, ποινικό και εκλογικό επίπεδο το έγγραφο της Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με το οποίο 11 βουλευτές των Σπαρτιατών καλούνται να παράσχουν εξηγήσεις; Ο Κώστας Μποτόπουλος αναλύει τα ενδεχόμενα και απαντά.

Με το πρόσφατο, απρόβλεπτο αλλά μεθοδικά προετοιμασμένο διάβημα της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου, η «υπόθεση Σπαρτιατών» πήρε νέα τροπή. Οι εξελίξεις πλέον, και οι αντίστοιχες διαδικασίες κατά του κόμματος και των βουλευτών του, «τρέχουν» σε τρία παράλληλα επίπεδα: το κοινοβουλευτικό, το ποινικό και το πολιτικό/δημοκρατικό.

·

Στο κοινοβουλευτικό επίπεδο, εκκίνησε, με την από 25ης Οκτωβρίου επίσημη αίτηση της Εισαγγελέως προς τη Βουλή, η διαδικασία για άδεια εξέτασης των 11 βουλευτών των «Σπαρτιατών» – του συνόλου της κοινοβουλευτικής ομάδας, πλην του επικεφαλής της, ως υπόπτων τέλεσης αξιόποινης πράξης, ενόψει ενδεχόμενης ποινικής δίωξης. Η αίτηση, και η έγκριση της σχετικής άδειας, λαμβάνουν χώρα μέσα στο πλαίσιο του άρθρου 62 του Συντάγματος και του άρθρου 83 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής. Η Εισαγγελέας γνωστοποίησε στη Βουλή ότι διεξάγεται προκαταρκτική ποινική διερεύνηση, ότι υπάρχουν ήδη στοιχεία ικανά να στηρίξουν ενδεχόμενη κατηγορία κατά των 11 βουλευτών και γι’ αυτό το λόγο ζητά την άδεια της Βουλής να τους εξετάσει όχι ως μάρτυρες αλλά ως δυνητικούς κατηγορούμενους. Με την ισχύουσα, αναθεωρημένη το 2019, μορφή του άρθρου 62, η άδεια της Βουλής δίδεται υποχρεωτικά, «εφόσον η αίτηση της εισαγγελικής αρχής αφορά αδίκημα το οποίο δεν συνδέεται με την άσκηση των καθηκόντων ή την πολιτική δραστηριότητα του βουλευτή». Η δραστηριότητα αυτή προσδιορίζεται στο άρθρο 61 παρ. 1 του Συντάγματος, που κάνει λόγο για «γνώμη ή ψήφο που έδωσε ο βουλευτής κατά την άσκηση των καθηκόντων του». Από τη στιγμή, επομένως, που η δίωξη ασκείται για αδίκημα που συνδέεται όχι με τα βουλευτικά καθήκοντα καθαυτά, αλλά με την εκλογική διαδικασία που επέτρεψε την ανάληψη του βουλευτικού αξιώματος, δεν τίθεται ζήτημα «πολιτικής δραστηριότητας» και η άδεια αποτελεί μονόδρομο για τη Βουλή.

Η διαδικασία με την οποία μπορεί να δοθεί η άδεια περιγράφεται στο άρθρο 83 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής: παραπομπή από τον Πρόεδρο της Βουλής στην Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας (μία από τις ειδικές μόνιμες Επιτροπές του άρθρου 43 Α του Κανονισμού), έρευνα από την Επιτροπή για ενδεχόμενη μη υπάρχουσα, κατά τα παραπάνω, στην προκείμενη περίπτωση – σύνδεση με πολιτική δραστηριότητα, πρόταση – δεσμευτική, κατά τα παραπάνω – για «άρση της ασυλίας» των βουλευτών, παραπομπή στην Ολομέλεια της Βουλής και ψήφιση από αυτήν με τη διαδικασία του άρθρου 108 παρ. 1 του Κανονισμού της Βουλής: κατά προτεραιότητα εισαγωγή, περιορισμένη συζήτηση, ψήφιση με απλή πλειοψηφία.    

Περαιτέρω, η Βουλή έχει, με αφορμή και επίκεντρο την κίνηση της ποινικής διαδικασίας κατά των βουλευτών, και άλλες δυνατότητες. Τη λήψη πειθαρχικών μέτρων, ιδίως από τον Πρόεδρο, βάσει και των αυξημένων αρμοδιοτήτων που του δόθηκαν με την πρόσφατη αλλαγή του Κανονισμού, καθώς και την αναστολή χρηματοδότησης, κατά το άρθρο 83 Α του Κανονισμού: κίνηση διαδικασίας από τον Πρόεδρο της Βουλής, διατύπωση γνώμης από την Επιτροπή Κοινοβουλευτικής Δεοντολογίας, απόφαση της Ολομέλειας της Βουλής με ονομαστική ψηφοφορία και απόλυτη πλειοψηφία του όλου αριθμού των βουλευτών, όπως είχε γίνει και στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής. Το μέτρο της αναστολής χρηματοδότησης καθίσταται πιο πιθανό, σχεδόν ενδεδειγμένο, από τη στιγμή που στο «κατηγορητήριο» που συνόδευσε την αίτηση της Εισαγγελέως προς τη Βουλή περιέχεται και η εξύφανση «σχεδίου» από τους 11 βουλευτές με σκοπό να «νεμηθούν» το ποσό της κρατικής χρηματοδότησης που αντιστοιχούσε στο κόμμα τους και που είχε ήδη αρχίσει να εκταμιεύεται.

·

Στο ποινικό επίπεδο, το αδίκημα για το οποίο υπάρχουν ισχυρές ενδείξεις, οι οποίες πιθανώς οδηγήσουν σε άσκηση ποινικής δίωξης, είναι, σύμφωνα με την Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου, η «εξαπάτηση του εκλογικού σώματος». Πρόκειται για ειδικό – εκλογικό – ποινικό αδίκημα, που απορρέει από το άρθρο 122 παρ. 2 του «εκλογικού νόμου» (π.δ. 26/2012, όπως ισχύει). Η εξαπάτηση έγκειται στην μέσω «ψευδών ή συκοφαντικών ειδήσεων» διαστρέβλωση του «πολιτικού φρονήματος» των εκλογέων, δηλαδή υφαρπαγή της ψήφου τους. Παρότι η ποινική απαξία του αδικήματος είναι σχετικά μικρή, αφού επιφέρει ποινή φυλάκισης έως 2 ετών, είναι προφανές ότι η δημοκρατική απαξία είναι υπέρτατη: δεν υπάρχει δημοκρατία χωρίς ελεύθερες εκλογές και δεν μπορούν να θεωρούνται ελεύθερες οι εκλογές στις οποίες υφαρπάχθηκε από κάποιους η λαϊκή ψήφος.

Το εξαιρετικά κρίσιμο στο πρόσφατο διάβημα της Εισαγγελέως είναι ο τρόπος με τον οποίο δίδεται ρητή, επίσημη και κατηγορηματική στήριξη στη συγκεκριμένη, βαρύτατη από δημοκρατική άποψη, κατηγορία.

Πρώτον, μέσω της αποκάλυψης ότι έχει ξεκινήσει, υπό την αιγίδα της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου προσωπικώς, ποινική προκαταρκτική διαδικασία, βάσει των καταγγελιών του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σπαρτιατών. Θυμόμαστε όλοι τις από του βήματος της Βουλής καταγγελίες περί «μαφίας» και «Δον Κορλέονε», τις δηλώσεις του στον Τύπο, καθώς και τις καταθέσεις του ενώπιον της Εισαγγελέως. Πλέον αποδεικνύεται ότι δεν περιορίστηκε σε αυτά, αλλά ότι παρέδωσε, ή συνέβαλε να συγκεντρωθεί, αποδεικτικό υλικό και μάλιστα τέτοιας πειστικότητας ώστε να στοιχειοθετείται η άσκηση ποινικής δίωξης.

Δεύτερον, μέσω των συγκεκριμένων γεγονότων που θεωρεί ότι έχουν λάβει χώρα, βάσει των συλλεγέντων στοιχείων, η Εισαγγελέας: ότι οι 11 «ύποπτοι» βουλευτές – αλλά, κατά λογική αναλογία, και ο μη ποινικά διωκόμενος αλλά εξίσου εμπλεκόμενος στο όλο «σχέδιο», επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας – είχαν «επιλεγεί» από το πρώην στέλεχος της Χρυσής Αυγής, υπόδικο και αποκλεισμένο από τις εκλογές της 25ης Ιουνίου κ. Κασιδιάρη· ότι αυτόν «αναγνώριζαν ως πραγματικό αρχηγό» και αυτός τους «καθοδηγούσε από τις φυλακές»· ότι οι Σπαρτιάτες λειτουργούσαν (και εξακολουθούν να λειτουργούν) ως «μανδύας» του συγκεκριμένου προσώπου και των πολιτικών επιδιώξεών του, κατά καταστρατήγηση της εκλογικής νομοθεσίας, δηλαδή του άρθρου 52 του π.δ. 26/2012, όπως ισχύει: διαμόρφωση προϋποθέσεων για τη συμμετοχή και τον αποκλεισμό κόμματος από τις εκλογές, εισαγωγή έννοιας «πραγματικής ηγεσίας». Θα πρόσθετα: κατά καταστρατήγηση και του Συντάγματος, το οποίο απαιτεί στο άρθρο 52, την «ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής θέλησης, ως έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας».

Τρίτον, από τον τόνο με τον οποίο διατυπώνονται οι παραπάνω κατηγορίες: δεν είναι σπάνιο να ζητείται η άδεια της Βουλής για την άσκηση ποινικής δίωξης κατά βουλευτών, αλλά είναι πρωτόγνωρο η αίτηση του εισαγγελικού λειτουργού να περιέχει εκφράσεις όπως «η αλήθεια είναι» (για την επιλογή, στήριξη, καθοδήγηση και πραγματική ηγεσία εκ μέρους του κ. Κασιδιάρη) και «στην πραγματικότητα» (για την απόδοση του χαρακτηρισμού «μανδύας» άλλου κόμματος στους Σπαρτιάτες). Τέτοιες εκφράσεις εκ μέρους ανώτατου δικαστικού λειτουργού, και μάλιστα απευθυνόμενου στο ανώτατο δημοκρατικό σώμα, τη Βουλή, είναι προφανές ότι προϋποθέτουν υψηλό βαθμό υπόνοιας, σχεδόν βεβαιότητα, για τις αποδιδόμενες κατηγορίες.

Τέταρτον, από το γεγονός ότι το «βασικό κατηγορητήριο» συμπληρώνεται, επίσης βάσει του αποδεικτικού υλικού που έχει συλλεγεί, από δυο για πρώτη φορά εμφανιζόμενες με επίσημο τρόπο πράξεις, οι οποίες θεωρούνται από την Εισαγγελέα ότι αποτελούν αμφότερες μέρη «σχεδίου» μεταξύ των 11 βουλευτών και του πρώην μέλους της Χρυσής Αυγής – υποδίκου-καθοδηγητή τους: την ανατροπή του νυν επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας των Σπαρτιατών και αντικατάσταση του με πιο «ελεγχόμενο» (από τον καθοδηγητή) αρχηγό, καθώς και τη νομή της προοριζόμενης για τους Σπαρτιάτες κρατικής χρηματοδότησης.

Εφόσον δοθεί η άδεια της Βουλής, όλα αυτά τα γεγονότα και οι αντίστοιχες κατηγορίες θα αποτελέσουν το αντικείμενο ενδεχόμενης ποινικής δίωξης κατά των 11 βουλευτών – δίωξη η οποία θα «τρέχει» παράλληλα, όχι όμως ανεξάρτητα από μια άλλη δικαστική εκκρεμότητα.           

·

Τα όποια πορίσματα της ποινικής διαδικασίας – «κατηγορητήριο» Εισαγγελέως στην αίτηση προς τη Βουλή, εξέταση των βουλευτών ως υπόπτων, αποτελέσματα ενδεχόμενης ποινικής δίωξης – συνδέονται άμεσα και είναι απολύτως αξιοποιήσιμα και στην εκκρεμούσα ενώπιον του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου (ΑΕΔ), λειτουργούντος ως «Εκλογοδικείου», δίκη, με αντικείμενο την έκπτωση των εκλεγμένων με τους Σπαρτιάτες βουλευτών από την έδρα τους. Αυτό είναι το επίπεδο που ενδιαφέρει κυρίως το πολιτικό σύστημα αλλά και τη δημοκρατία στη χώρα μας.

Η κρισιμότητα της πρόσφατης εξέλιξης είναι ότι προσθέτει κρίσιμο αποδεικτικό υλικό και ενδυναμώνει την επιχειρηματολογία περί παράνομης εκλογής. Εφόσον με την εκλογική ένσταση ζητούνταν να κριθεί παράνομη η συμμετοχή των Σπαρτιατών στις εκλογές, λόγω του ότι άλλος ήταν ο «πραγματικός αρχηγός» και το κόμμα λειτουργούσε ως «προκάλυμμα» άλλου κόμματος ή προσώπου – δηλαδή οι ψηφοφόροι νόμιζαν ότι ψήφιζαν Σπαρτιάτες, αλλά στην πραγματικότητα «ψήφιζαν» Κασιδιάρη – πώς είναι δυνατόν να αγνοηθεί ή να υποβαθμισθεί από το Δικαστήριο η βεβαιότητα της Εισαγγελέως του Αρείου Πάγου περί του ότι ακριβώς αυτό πράγματι συνέβη; (η επιλογή βουλευτών από τον υπόδικο, η εκλογή τους χάρη στη στήριξη από το ίδιο πρόσωπο, η αναγνώριση του από αυτούς ως πραγματικού αρχηγού, η καθοδήγηση τους από αυτόν μέσα από τις φυλακές, η λειτουργία των Σπαρτιατών ως μανδύα για τις πολιτικές επιδιώξεις του συγκεκριμένου προσώπου, η καταστρατήγηση της εκλογικής νομοθεσίας μέσω της χρήσης του μανδύα). Πώς είναι δυνατόν το ΑΕΔ να μη θεωρήσει ότι τέτοια εξαπάτηση είναι ευθέως αντίθετη στη δημοκρατική λειτουργία του πολιτεύματος και οφείλει να οδηγήσει σε έκπτωση των έτσι εκλεγμένων βουλευτών;  

Μένουν δυο μείζονα ζητήματα, για την επίλυση των οποίων είναι επίσης αποκλειστικά αρμόδιο το ΑΕΔ: με δεδομένο ότι δεν έχουν ασκηθεί, εντός της νόμιμης μετά την ολοκλήρωση των εκλογών προθεσμίας, προσφυγές και για τις 12 έδρες που κατέλαβαν οι Σπαρτιάτες βάσει των αποτελεσμάτων των εκλογών, επιβάλλεται ή όχι «επέκταση» της έκπτωσης από το δικαστήριο και στις 12 περιφέρειες; Και: αν θεωρηθεί παράνομη η συμμετοχή των Σπαρτιατών στις εκλογές, με ποιο τρόπο θα καλυφθεί το «κενό», δηλαδή θα καταληφθούν οι έδρες των εκπεσόντων βουλευτών; Με νέες εκλογές σε όλη την επικράτεια; Με εκλογές μόνο στις 12 περιφέρειες στις οποίες εξελέγησαν – παρανόμως – Σπαρτιάτες; Με αναπλήρωση χωρίς εκλογές, βάσει των αποτελεσμάτων των άλλων κομμάτων στις εν λόγω περιφέρειες;  

Ως προς το ζήτημα της «επέκτασης» θεωρώ ότι η κοινή αλλά και η νομική λογική οδηγεί χωρίς πολλά περιθώρια παρέκκλισης στη λύση να κριθούν έκπτωτοι οι εκλεγέντες με τους Σπαρτιάτες βουλευτές και στις 12 περιφέρειες (περιλαμβανομένης και της έδρας του επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας, ακόμα και αν αυτός δεν διωχθεί ποινικά). Και τούτο γιατί η «εξαπάτηση του εκλογικού σώματος» δεν μπορεί παρά να αποδοθεί στο κόμμα συνολικά, και όχι σε συγκεκριμένα ή μεμονωμένα πρόσωπο, το δε ΑΕΔ διαθέτει, εκ του νόμου που καθορίζει τη λειτουργία του, τέτοια δυνατότητα – θα έλεγα μάλιστα υποχρέωση – «επέκτασης» (άρθρο 29 Κώδικα του Ανωτάτου Ειδικού Δικαστηρίου, κυρωθέντος δια του ν. 345/1976). Το ζήτημα του τρόπου πλήρωσης των κενωθεισών εδρών είναι πιο δύσκολο και συγχρόνως πιο σημαντικό. Και οι τρεις τρόποι είναι υποστηρίξιμοι, πιστεύω όμως η διενέργεια εκλογών τόσο κοντά στις προηγούμενες και για τέτοιον – «υπέρ της δημοκρατίας» – λόγο είναι πολύ πιθανό να κριθεί από τους δικαστές ότι εμπεριέχει υπερβολικά μεγάλους κινδύνους και αβεβαιότητες – και ότι, συνεπώς, η πλήρωση, στο πλαίσιο του εκλογικού νόμου, με βάση τις επιδόσεις των λοιπών νόμιμα συμμετασχόντων στις εκλογές κομμάτων είναι προτιμητέα ως απλούστερη, δικαιότερη και αναλογικότερη. Σε κάθε περίπτωση, θα πρόκειται για μια μεγάλη πρωτιά – και του Δικαστηρίου και της Δημοκρατίας μας.

Κώστας Μποτόπουλος
Διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου, πρ. Ευρωβουλευτής και Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Σου άρεσε το άρθρο, αλλά σου δημιούργησε νέες απορίες;

Έχεις και άλλα ερωτήματα που σε απασχολούν σε σχέση με το Σύνταγμα, τους Θεσμούς, τα δικαιώματα και τη λειτουργία της Δημοκρατίας;

Σχετικά Άρθρα

Οργανωμένες ή και αυθόρμητες συναθροίσεις;

Κατατέθηκε στη Βουλή το νομοσχέδιο «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις και άλλες διατάξεις». Στον πυρήνα της νέας ρύθμισης των δημόσιων υπαίθριων συναθροίσεων βρίσκεται η θέσπιση της υποχρέωσης γνωστοποίησης των συναθροίσεων προς τις αρμόδιες αστυνομικές ή λιμενικές αρχές.

Περισσότερα

Θέλεις να μαθαίνεις

πρώτος τα νέα μας;

Αν σε ενδιαφέρει να ενημερώνεσαι άμεσα για τις νέες δημοσιεύσεις και τις δράσεις του Syntagma Watch, τότε εγγράψου στο newsletter μας!

Αυτός ο ιστότοπος για τη διευκόλυνση της λειτουργίας του και προκειμένου να σας παρέχει μια προσωποποιημένη εμπειρία χρησιμοποιεί cookies. Για να ενημερωθείτε για τη χρήση των cookies και τις σχετικές ρυθμίσεις μπορείτε να επιλέξετε εδώ

JOIN THE CLUB!

It’s easy: all we need is your email & your eternal love. But we’ll settle for your email.

Subscribe

* indicates required
Email Format

Please select all the ways you would like to hear from Syntagma Watch:

You can unsubscribe at any time by clicking the link in the footer of our emails. For information about our privacy practices, please visit our website.

We use Mailchimp as our marketing platform. By clicking below to subscribe, you acknowledge that your information will be transferred to Mailchimp for processing. Learn more about Mailchimp's privacy practices here.