Με την πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (07.07.2022) επί της υπόθεσης Safi και άλλοι κατά Ελλάδας (υπ’ αριθμ. 5418/2015 αίτηση), η Ελληνική Δημοκρατία καταδικάστηκε σε χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης των προσφευγόντων ύψους 330.000 ευρώ, επιμερισμένη ως εξής ανά προσφεύγοντα (100.000 ευρώ σε έναν από τους προσφεύγοντες, 80.000 ευρώ σε τρεις από κοινού, 40.000 ευρώ σε άλλον έναν και 10.000 ευρώ σε καθέναν από τους υπόλοιπους έντεκα προσφεύγοντες) για παραβίαση των άρθρων 2 (δικαίωμα στη ζωή) και 3 (απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Πραγματικά περιστατικά – Νομικός χαρακτηρισμός
Η αίτηση προς το ΕΔΔΑ υποβλήθηκε από 16 πρόσωπα (13 υπηκόους Αφγανιστάν, 2 υπηκόους Συρίας και έναν υπήκοο Παλαιστίνης), οι οποίοι κατήγγειλαν τη βύθιση αλιευτικού σκάφους στις 20 Ιανουαρίου 2014 στα ανοικτά του Φαρμακονησίου που μετέφερε τους ίδιους και έντεκα ακόμα αλλοδαπούς υπηκόους στο Αιγαίο Πέλαγος. Η βύθιση του σκάφους είχε ως αποτέλεσμα τον θάνατο έντεκα ατόμων, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονταν και συγγενείς των προσφευγόντων. Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, το σκάφος της ελληνικής ακτοφυλακής κινούταν με ιδιαίτερα μεγάλη ταχύτητα και έχοντας σαφή πρόθεση την απώθηση των επιβαινόντων στο αλιευτικό σκάφος προς τα τουρκικά ύδατα, κάτι που εντέλει οδήγησε στη θανατηφόρα ανατροπή του. Αντιθέτως, οι ελληνικές αρχές υποστήριξαν ότι το αλιευτικό σκάφος βρισκόταν υπό διαδικασία ρυμούλκησης από το Λιμενικό προς το Φαρμακονήσι σε μια επιχείρηση διάσωσης των προσφύγων και η ανατροπή οφείλεται στον πανικό που επικράτησε μεταξύ των επιβαινόντων, ιδίως εν μέσω της θαλασσοταραχής.
Κρίσιμο ρόλο στη δικαιοδοτική κρίση του ΕΔΔΑ διαδραμάτισε η έλλειψη σωσιβίων από το σκάφος του Λιμενικού, το οποίο υποτίθεται ότι προέβαινε σε επιχείρηση διάσωσης, η καθυστερημένη ενημέρωση του αρμόδιου συντονιστικού κέντρου διάσωσης και, εν συνεχεία, η καθυστερημένη ειδοποίηση για παρέμβαση, η απουσία πειστικών εξηγήσεων εκ μέρους των ελληνικών αρχών για τις προαναφερόμενες πλημμέλειες, η χρησιμοποίηση διερμηνέα που δεν μιλούσε τη γλώσσα των επιζώντων, η αλλοίωση του περιεχομένου των καταθέσεων και η άρνηση του εισαγγελέα να διερευνήσει την καταγγελία για επαναπροώθηση.
Η νομική θεμελίωση της απόφασης του Δικαστηρίου στηρίζεται σε τρεις πυλώνες: α) την παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) υπό διαδικαστικό πρίσμα, την παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή (άρθρο 2) από ουσιαστική σκοπιά, και γ) την παραβίαση της απαγόρευσης απάνθρωπης και εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθρο 3).
Α. Αναφορικά με τις έρευνες των εθνικών αρχών για το τραγικό περιστατικό στο Φαρμακονήσι, το Δικαστήριο παρατήρησε ότι ναι μεν κινήθηκε ποινική διαδικασία κατά των οργάνων του Λιμενικού που εμπλέκονταν στα γεγονότα, ωστόσο ο τρόπος άσκησης της συγκεκριμένης διαδικασίας ενείχε μια σειρά από πλημμέλειες που δεν επέτρεψαν την εις βάθος εξέταση της υπόθεσης. Πρώτον, ορισμένοι από τους προσφεύγοντες διαμαρτυρήθηκαν για προβλήματα ερμηνείας κατά τη λήψη καταθέσεων από αυτούς, ισχυριζόμενοι ότι τα πρακτικά των καταθέσεών τους δεν αντανακλούσαν το πραγματικό τους περιεχόμενο, π.χ. ότι ποτέ δεν είχαν ισχυριστεί ότι το σκάφος είχε βυθιστεί ως αποτέλεσμα των ξαφνικών κινήσεων των επιβαινόντων. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αποδεδειγμένα σοβαρές ελλείψεις στην καταγραφή των καταθέσεων, αυτές παρέμειναν αναπόσπαστο μέρος του φακέλου της υπόθεσης έως ότου ο εισαγγελέας διέκοψε τη διαδικασία διερεύνησης. Κατά τη διακοπή της υπόθεσης, εξάλλου, ο εισαγγελέας αρκέστηκε στο να δηλώσει ότι «δεν [υπήρχε] πρακτική των pushbacks ως διαδικασία απομάκρυνσης ή ρυμούλκησης … στα τουρκικά χωρικά ύδατα», ακολουθώντας πιστά την πολιτική γραμμή του τότε Υπουργού Ναυτιλίας. Ο αρμόδιος εισαγγελέας, επιπλέον, παρέλειψε να εξετάσει κρίσιμους ισχυρισμούς των προσφευγόντων, οι οποίοι είχαν καταγγείλει την έλλειψη κρατικής μέριμνας για την προστασία του δικαιώματος στη ζωή των ίδιων και των (αποθανόντων) συγγενών τους κατά τη διεξαγωγή της επίμαχης επιχείρησης από τις λιμενικές αρχές. Υπονομεύοντας, λοιπόν, τη δυνατότητα έρευνας για τον ακριβή προσδιορισμό των συνθηκών βύθισης του αλιευτικού σκάφους, ήτοι τη διαδικασία για την πλήρη απόδειξη των πραγματικών περιστατικών, οι ελληνικές αρχές παραβίασαν το άρθρο 2 της Σύμβασης ως προς το διαδικαστικό του σκέλος, μη λαμβάνοντας όλα τα αναγκαία μέτρα για τη διερεύνηση περιστατικού που ενέχει σοβαρές υποψίες για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή στην ουσιαστική του διάσταση.
Β. Η προαναφερόμενη έλλειψη ενδελεχούς και αποτελεσματικής έρευνας από τις ελληνικές αρχές σχετικά με κρίσιμες λεπτομέρειες της διενεργηθείσας επιχείρησης δεν εμποδίζει, πάντως, το Δικαστήριο από το να κρίνει ως αναμφισβήτητης αποδεικτικής δύναμης κάποια γεγονότα που συνηγορούν στη μη λήψη των αναγκαίων θετικών μέτρων για την προστασία της ζωής εκ μέρους των ελληνικών λιμενικών αρχών. Καταρχάς, η παρουσία ιδιαίτερα ευάλωτων προσώπων στο αλιευτικό σκάφος, όπως γυναίκες και παιδιά, ήταν ήδη γνωστή στις λιμενικές αρχές, οι οποίες έπλευσαν με ακατάλληλο σκάφος χωρίς τη συνδρομή άλλου καταλληλότερου πλοίου για την υποτιθέμενη επιχείρηση διάσωσης. Η μη χορήγηση σωσιβίων λέμβων και η επιμονή στη ρυμούλκηση του αλιευτικού σκάφους παρά τις αντίξοες συνθήκες (κακοκαιρία, πανικός μεταξύ των επιβαινόντων προσώπων) συνιστούν επιβαρυντικούς παράγοντες στον – μη εναρμονιζόμενο με την υποχρέωση προστασίας της ανθρώπινης ζωής – τρόπο δράσης των ελληνικών αρχών. Επιπροσθέτως, η αναιτιολόγητη καθυστέρηση ενημέρωσης του κέντρου συντονισμού και έρευνας και, εν συνεχεία, η ανεξήγητη καθυστέρηση στην κινητοποίηση και άφιξη των διαθέσιμων διασωστικών μέσων ήταν τόσο μεγάλη που κατέστησε αδύνατη οποιαδήποτε προσπάθεια αποτροπής της βύθισης του αλιευτικού σκάφους. Τα παραπάνω αναπάντητα ερωτήματα σχετικά με τον τρόπο οργάνωσης και διεξαγωγής της επιχείρησης οδηγούν το Δικαστήριο στο να αναγνωρίσει ότι οι ελληνικές αρχές δεν έκαναν ό, τι θα αναμενόταν ευλόγως από ένα κράτος-μέλος του Συμβουλίου της Ευρώπης, το οποίο υπέχει στο μέτρο του δυνατού υποχρέωση λήψης θετικών μέτρων για την προστασία της ανθρώπινης ζωής, ως εκ τούτου συντρέχει παραβίαση του άρθρου 2 ΕΣΔΑ στην ουσιαστική του ερμηνευτική εκδοχή.
Γ. Όσον αφορά στους διασωθέντες αλλοδαπούς, οι οποίοι έφτασαν στο Φαρμακονήσι, το Δικαστήριο εντοπίζει όψεις εξευτελιστικής μεταχείρισής τους από τα σώματα ασφαλείας της Ελληνικής Δημοκρατίας. Συγκεκριμένα, δώδεκα επιζώντες της βυθισμένης βάρκας διατάχθηκαν να γδυθούν, προκειμένου να υποβληθούν σε σωματική έρευνα μπροστά στους άλλους επιζώντες και σε ομάδα στρατιωτών. Η ελληνική Κυβέρνηση δεν έδωσε καμιά πειστική εξήγηση για την εν λόγω σωματική έρευνα, μιας και δεν υφίστατο κίνδυνος για τη δημόσια τάξη και ασφάλεια, κάτι που προκύπτει από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι προσφεύγοντες όχι μόνο δεν ήταν οπλισμένοι, αλλά αφίχθησαν στην ακτή εξαντλημένοι, σοκαρισμένοι και ανήσυχοι για την τύχη των αγνοούμενων – και εντέλει νεκρών – συγγενών τους. Συνεπώς, το Δικαστήριο κρίνει ότι η διενεργηθείσα σωματική έρευνα σε ανθρώπους ευρισκόμενους σε κατάσταση ιδιαίτερης ευαλωτότητας είχε χαρακτηριστικά ταπείνωσης υπερβαίνοντας το αναγκαίο μέτρο συναισθηματικού βάρος που αναπόδραστα συνεπάγονται εν γένει οι σωματικές έρευνες. Ως εκ τούτου, αποφάνθηκε ότι οι ελληνικές αρχές παραβίασαν την απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης βάσει του άρθρου 3 της Σύμβασης.
Τέλος, το Δικαστήριο αρνήθηκε να εξετάσει τον ισχυρισμό των προσφευγόντων ότι η Ελληνική Δημοκρατία παραβίασε και το άρθρο 13 της Σύμβασης (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής), εφόσον δεν παρείχε κάποιο αποτελεσματικό ένδικο βοήθημα ή μέσο για τη διακρίβωση της βασιμότητας ή μη των καταγγελιών τους.
Οι επαναπροωθήσεις ως de facto κυβερνητική πολιτική
Η καταδίκη της χώρας μας από το ΕΔΔΑ για το ναυάγιο στο Φαρμακονήσι με τις βαριές κατηγορίες της παραβίασης δύο εκ των θεμελιωδέστερων διατάξεων της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (δικαίωμα στη ζωή, απαγόρευση απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης) εγείρει το φλέγον ερώτημα κατά πόσον το συγκεκριμένο περιστατικό συνιστά μεμονωμένη παραβίαση του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου από τις αρμόδιες ελληνικές αρχές ή παρουσιάζει συστηματικότητα σε τέτοιον βαθμό που να καθιστά τις αποτρεπτικές επιχειρήσεις επαναπροώθησης ως de facto πολιτική της ελληνικής Κυβέρνησης, ιδίως από τον Μάρτιο 2020 («κρίση» στον Έβρο) και πέρα. Είναι αλήθεια ότι η σχολιαζόμενη απόφαση Safi και άλλοι κατά Ελλάδας, παρά τη δριμεία καταδίκη της Ελληνικής Δημοκρατίας στην προκειμένη περίπτωση, δεν εκφέρει οποιαδήποτε κρίση για το ζήτημα των επαναπροωθήσεων, πολλώ δε μάλλον για τη γενικευσιμότητα τέτοιων απάνθρωπων πρακτικών στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα.
Ως «παράνομη επαναπροώθηση» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί κάθε ενέργεια των αρμόδιων αρχών ενός κράτους-μέλους (αστυνομία, συνοριοφυλακή, λιμενικό, στρατός) που συνιστά άτυπη σύλληψη, ενίοτε και με τη συνδρομή παραστρατιωτικών ομάδων αποτελούμενων από απλούς πολίτες, και αυθαίρετη απώθηση των υπηκόων τρίτης χώρας χωρίς τη διασφάλιση μιας νόμιμης διαδικασίας κρίσης περί της δυνατότητας εισόδου ή παραμονής στη χώρα, ήτοι την άρνηση της πρόσβασης στην υποβολή αιτήματος ασύλου ή επικουρικής διεθνούς προστασίας[1].
Η πρακτική των παράνομων επαναπροωθήσεων (pushbacks) συνιστά παραβίαση πληθώρας θεμελιωδών δικαιωμάτων των υπηκόων τρίτων χωρών και αντίστοιχων υποχρεώσεων των αρμόδιων εθνικών αρχών, όπως κατοχυρώνονται σε εθνικό, ενωσιακό και διεθνές επίπεδο. Ενδεικτικά, παραβιάζονται το δικαίωμα στη ζωή (άρθ. 2 ΕΣΔΑ, άρθ. 2 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 5 παρ. 2 Συντ.), η απαγόρευση βασανιστηρίων και απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης (άρθ. 3 ΕΣΔΑ, άρθ. 4 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 7 παρ. 2 Συντ.), η αρχή της μη επαναπροώθησης (άρθ. 33 Σύμβασης της Γενεύης, άρθ. 19 παρ. 2 ΧΘΔΕΕ), το δικαίωμα στο άσυλο (άρθ. 14 Οικουμενικής Διακήρυξης ΟΗΕ, άρθ. 18 ΧΘΔΕΕ), το δικαίωμα στην προσωπική ελευθερία και ασφάλεια (άρθ. 5 ΕΣΔΑ, άρθ. 6 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 5 παρ. 3 και 6 Συντ.), το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή (άρθ. 8 ΕΣΔΑ, άρθ. 7 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 9 Συντ.), το δικαίωμα στην αποτελεσματική έννομη προστασία (άρθ. 13 ΕΣΔΑ, άρθ. 19 και 47 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 20 Συντ.), το καθήκον διάσωσης στη θάλασσα (άρθ. 98 της Σύμβασης ΟΗΕ για το Δίκαιο της Θάλασσας) και η απαγόρευση διακρίσεων (άρθ. 14 ΕΣΔΑ, άρθ. 21 ΧΘΔΕΕ, άρθ. 5 παρ. 2 Συντ.)[2].
Όπως καταγράφεται στην πρόσφατη Έκθεση του Ειδικού Επιτρόπου για τα ανθρώπινα δικαιώματα των μεταναστών της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, Felipe González Morales[3], εκφράζονται ιδιαίτερες ανησυχίες σε πολλές περιοχές του πλανήτη (με ιδιαίτερη έμφαση στα σύνορα Πολωνίας-Λευκορωσίας, ΗΠΑ-Μεξικού και Ελλάδας-Τουρκίας) για την απανθρωποποίηση της φύλαξης των συνόρων, με την εισαγωγή νέων τεχνολογιών επιτήρησης και την απουσία ασφαλιστικών δικλείδων που θα αποτρέπουν τον κίνδυνο ζωής για όσους πρόσφυγες-μετανάστες επιχειρούν να εισέλθουν σε μια χώρα. Η ασφαλειοποίηση-στρατιωτικοποίηση των συνόρων συνδέεται άρρηκτα με τη συστηματική και μεθοδική άσκηση παράνομων επαναπροωθήσεων, την περιορισμένη πρόσβαση στις διαδικασίες υποβολής αιτήματος ασύλου, την έλλειψη παροχής ανθρωπιστικής βοήθειας και τη δρακόντεια αυστηροποίηση των ποινών για την παράτυπη άφιξη μεταναστών. Περαιτέρω, στην εν λόγω Έκθεση του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών γίνεται ειδική μνεία στους δραστικούς περιορισμούς στην επέμβαση των μη κυβερνητικών οργανώσεων (ΜΚΟ) που επέβαλε ο Ν. 4825/2021[4], επιτρέποντας πλέον τη διασωστική συνδρομή τους μόνον υπό τον όρο ότι έχουν εγγραφεί και πιστοποιηθεί σε τηρούμενα μητρώα και μόνο στο βαθμό που ενεργούν σε πλήρη συμμόρφωση με τις διαταγές και τις οδηγίες του ελληνικού Λιμενικού[5].
Στην Έκθεση ενός εκ των σημαντικότερων οργανισμών για την προστασία των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε οικουμενικό επίπεδο, η τακτική των επαναπροωθήσεων στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα της ελληνικής επικράτειας δεν αντιμετωπίζεται απλώς ως μια μεμονωμένη παρέκκλιση από τη διεθνή νομιμότητα, αλλά προσλαμβάνει τον χαρακτήρα της de facto γενικής πολιτικής πρακτικής των αρμόδιων αρχών[6]. Η γενίκευση μιας παράνομης πρακτικής από τα θεσμικά όργανα της ελληνικής Πολιτείας και, συνακόλουθα, η στέρηση των προσώπων στην εξατομικευμένη υποβολή και, εν συνεχεία, κρίση του αιτήματος ασύλου ή επικουρικής διεθνούς προστασίας, εκτός από το να παραβιάζει προδήλως τα κανονιστικά και ηθικοπολιτικά προτάγματα του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου, διεγείρει και αισθήματα οξύτερης ξενοφοβίας στην κοινωνία, κάτι που δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την επίδειξη ανεπιφύλακτου σεβασμού στην ασφάλεια, υγεία και αξιοπρέπεια των προσφύγων και μεταναστών[7].
Η αναγωγή των επαναπροωθήσεων σε de facto κυβερνητική πολιτική δεν εγείρει μόνο ζητήματα παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων των ευάλωτων «άλλων». Επιπλέον, συνεπάγεται και την υποβάθμιση της ποιότητας της δημοκρατίας ως του πολιτεύματος εκείνου που εδράζεται – διαδικαστικά και ουσιαστικά – στη συμμετοχή, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από σχετικό δελτίο τύπου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου από κοινού με πολλές ακόμα οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών[8], η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ) ανακοίνωσε το πόρισμα τρίμηνης έρευνας που διενήργησε[9] αναφορικά με τεκμηριωμένες καταγγελίες περί άτυπων αναγκαστικών επιστροφών (επαναπροωθήσεις) από το Ελληνικό Λιμενικό και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής (FRONTEX), οι οποίες προέκυψαν μετά από πολύμηνη δημοσιογραφική έρευνα του Lighthouse Reports με τη συνδρομή ευρωπαϊκών ενημερωτικών μέσων (Der Spiegel, SRF Rundschau, Republik and Le Monde)[10]. Το δελτίο τύπου που εξέδωσε η Ελληνική Αρχή Διαφάνειας δεν απαντά σε κανένα από τα φλέγοντα ερωτήματα, όπως πόσες και ποιες επαναπροωθήσεις έλαβε υπόψη στην έρευνά της, ενώ ακόμα μεγαλύτερες επιφυλάξεις για την αξιοπιστία του εν λόγω πορίσματος γεννά η πολυπληθής παρουσία μελών της Ελληνικής Αστυνομίας και του Ελληνικού Λιμενικού μεταξύ των ερωτηθέντων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η πλημμελής έρευνα του ζητήματος των επαναπροωθήσεων που λαμβάνουν χώρα στα ελληνοτουρκικά σύνορα έχει οδηγήσει σε παρεμβάσεις των αρμόδιων θεσμικών οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μεν Ευρωπαϊκή Επιτροπή έθεσε βέτο στην αποδέσμευση έκτακτων κονδυλίων ύψους 15,83 εκατομμυρίων ευρώ προς την Ελλάδα, με το επιχείρημα της έλλειψης ενός ανεξάρτητου μηχανισμού διερεύνησης των καταγγελιών περί παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων στα σύνορα της χώρας. Το δε Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο διά της Επιτροπής Ελέγχου του Προϋπολογισμού «πάγωσε» μέρος της χρηματοδότησης του προϋπολογισμού της FRONTEX για το 2022, καταλογίζοντας στον αρμόδιο φορέα συνοριοφυλακής και ακτοφυλακής σε επίπεδο ΕΕ αδράνεια και αδιαφάνεια ως προς την εξέταση περιστατικών παραβίασης θεμελιωδών δικαιωμάτων, κάτι που προκύπτει ως μομφή μέσα από εμπεριστατωμένη έκθεση της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Καταπολέμησης της Απάτης (OLAF).
Κατά συνέπεια, η επιτακτική ανάγκη για έγκαιρη, διεξοδική και αμερόληπτη διερεύνηση περιστατικών παράνομων επαναπροωθήσεων παρεμποδίζεται από την απουσία ανεξάρτητων οργάνων σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο, τα οποία θα διαθέτουν την κατάλληλη τεχνογνωσία και αντικειμενικότητα, προκειμένου να διασφαλίζουν την απαιτούμενη λογοδοσία των θεσμικών οργάνων των κρατών-μελών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη δράση τους στα χερσαία και θαλάσσια σύνορα[11]. Εξάλλου, σύμφωνα με την πάγια νομολογία του ΕΔΔΑ, προκειμένου να κριθεί ως αποτελεσματική μια έρευνα «θα πρέπει να υφίσταται ένα επαρκές στοιχείο δημόσιου εξονυχιστικού ελέγχου ή τα αποτελέσματά της να διασφαλίζουν λογοδοσία τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη, να διατηρούν την εμπιστοσύνη της κοινής γνώμης στην τήρηση του κράτους δικαίου από τις αρχές και να παρεμποδίζουν την εμφάνιση της οποιασδήποτε υπόνοιας για συμπαιγνία ή ανοχή σε παράνομες ενέργειες»[12].
Επίλογος – Συμπεράσματα
Η επισκόπηση της καταδικαστικής απόφασης Safi και άλλοι κατά Ελλάδας υπό το πρίσμα των Εκθέσεων των καθ’ ύλην αρμόδιων διεθνών οργανισμών και οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών δύναται να μας οδηγήσει σε τρία καταληκτικά συμπεράσματα-τροφή για περαιτέρω αναστοχασμό επί του ζητήματος της παραβίασης του δικαιώματος στη ζωή και της απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης στα σύνορα της Ελλάδας, άρα και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Πρώτον, καθίσταται σαφές ότι τόσο τα κράτη-μέλη όσο και τα θεσμικά όργανα της Ένωσης οφείλουν να εγγυηθούν μια πολιτική φύλαξης των συνόρων, η οποία όχι απλώς δεν θα περιλαμβάνει τις παράνομες επαναπροωθήσεις-ομαδικές απελάσεις ως συστηματική πρακτική, αλλά θα σέβεται στο ακέραιο τα δικαιώματα που κατοχυρώνει το διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο με ανεπιφύλακτο σεβασμό των προσφύγων και μεταναστών ως ευάλωτων προσώπων και, κατά μείζονα λόγο, των ατόμων που τελούν σε κατάσταση ιδιαίτερης ευαλωτότητας, όπως οι γυναίκες και τα παιδιά.
Δεύτερον, κρίνεται αναγκαία η θωράκιση των εθνικών και υπερεθνικών αρχών με θεσμικά όργανα έγκαιρης, αποτελεσματικής και ανεξάρτητης διερεύνησης περιστατικών που ενέχουν σοβαρές υποψίες για παραβίαση του δικαιώματος στη ζωή και του καθήκοντος διάσωσης προσώπων.
Τρίτον, στον αντίποδα της ποινικοποίησης της δράσης των μη κυβερνητικών οργανώσεων, θα ήταν ευκταία η διευκόλυνση της συμμετοχής των φορέων της κοινωνίας των πολιτών στις διασωστικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, προφανέστατα είναι καλοδεχούμενη η δικαστική διερεύνηση υποθέσεων που εκθέτουν τις παράνομες πτυχές της ασκούμενης πολιτικής από τις κυβερνήσεις των κρατών-μελών. Ωστόσο, οποιαδήποτε σύσταση για ριζική αλλαγή πλεύσης στον ασφαλειοκεντρικό-στρατοκεντρικό τρόπο διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού ζητήματος συνιστά γράμμα κενό εάν δεν συνοδευθεί από τη συμμόρφωση των αρμόδιων εθνικών και υπερεθνικών αρχών προς τη νομιμότητα και, πάνω απ’ όλα, από την υιοθέτηση ενός αποτελεσματικού μηχανισμού επιβολής κυρώσεων προς εκείνα τα κράτη-μέλη που παραβιάζουν τις διεθνείς υποχρεώσεις τους, οι οποίες απορρέουν ρητά από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων ΕΕ και την Οικουμενική Διακήρυξη Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Θωμάς Ψήμμας
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Δικαίου Νομικής Σχολής ΑΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Σχετικά με το ζήτημα των παράνομων επαναπροωθήσεων, βλ. ενδεικτικά, Koros Dimitris, «The Normalization of Pushbacks in Greece: Biopolitics and Racist State Crime», State Crime Journal , 2021, Vol. 10, No. 2 (2021), σελ. 238-256.
[2] Βλ. σχετικά, Legal Centre Lesvos, «Crimes against Humanity in the Aegean», 1.2.2021, δημοσιευμένο στον ιστότοπο http://legalcentrelesvos.org/wp-content/uploads/2021/02/Collective-Expulsions-in-the-Aegean-LCL-01.02.2021-1.pdf, σελ. 26-32.
[3] Έκθεση του Ειδικού Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Μεταναστών της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, Felipe González Morales, «Human rights violations at international borders: trends,prevention and accountability», 26.4.2022.
[4] Ν. 4825/2021 (Φ.Ε.Κ. Α΄ 157/4-9-2021), «Αναμόρφωση διαδικασιών απελάσεων και επιστροφών πολιτών τρίτων χωρών, προσέλκυση επενδυτών και ψηφιακών νομάδων, ζητήματα αδειών διαμονής και διαδικασιών χορήγησης διεθνούς προστασίας, διατάξεις αρμοδιότητας Υπουργείου Μετανάστευσης και Ασύλου και Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη και άλλες επείγουσες διατάξεις».
[5] Έκθεση, ό.π., σημ. 26.
[6] Εκθεση, ό.π., σημ. 32. Η Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ έχει καταγράψει 540 διακριτά περιστατικά παράνομων επαναπροωθήσεων από την Ελλάδα προς την Τουρκία κατά το χρονικό διάστημα 2020-2021, τα οποία αφορούν στη βίαιη απώθηση τουλάχιστον 17.000 ανθρώπων, ανάμεσά στους οποίους και πολλά παιδιά.
[7] Έκθεση, ό.π., σημ. 24.
[8] Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «Να δημοσιευθεί η έρευνα της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας για τις επαναπροωθήσεις σε συμμόρφωση με την αρχή της διαφάνειας», 7.4.2022.
[9] Ελληνική Αρχή Διαφάνειας (ΕΑΔ), «Ολοκλήρωση έρευνας ως προς τη διαχείριση των μεταναστευτικών ροών στην ελληνική επικράτεια και τα διαλαμβανόμενα σε δημοσίευμα περί άτυπων αναγκαστικών επιστροφών (επαναπροωθήσεων)», 29.3.2022.
[10]Lighthouse Reports, «Frontex, The EU Pushback Agency», https://www.lighthousereports.nl/investigation/frontex-the-eu-pushback-agency/, 6.5.2022.
[11] Βλ. σχετικά, Δελτίο Τύπου της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, ό.π., και Έκθεση του Ειδικού Επιτρόπου για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα των Μεταναστών της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών ΟΗΕ, ό.π., σημ. 69.
[12] Anguelova v. Bulgaria, no. 38361/97, 13.6.2002, σκ. 140.