Από τον Αύγουστο του 2019 έχει ξεκινήσει η συζήτηση για την αναμόρφωση της επικουρικής ασφάλισης, δηλαδή του δημόσιου κοινωνικοασφαλιστικού πυλώνα που αφορά τις επικουρικές συντάξεις.[1] Την 29η/06/2021 αναρτήθηκε στον Δικτυακό Τόπο Διαβουλεύσεωντο νομοσχέδιο για την ίδρυση του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης, που αφορά τη μετάβαση της επικουρικής ασφάλισης από το διανεμητικό σύστημα στο κεφαλαιοποιητικό. Παράλληλα, διατυπώνονται θέσεις κι απόψεις για τον συμπληρωματικό ρόλο της επαγγελματικής ασφάλισης.[2] Κρίνουμε ιδιαίτερα επίκαιρο το σχολιασμό συγκεκριμένων άρθρων του νέου νομοσχεδίου για τη δημόσια κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση, υπό το πρίσμα της εγγυητικής ευθύνης του κράτους, βάσει του άρθρου 22 παρ. 5 του Συντάγματος, σε συσχέτιση με το γενικότερο πλέγμα των κοινωνικών δικαιωμάτων που αλληλεπιδρούν με τη διαχρονική λειτουργία του θεσμού των επικουρικών συντάξεων. Το σχετικό συνταγματικό, αλλά και πολιτικό ενδιαφέρον του εγχειρήματος, μπορεί να εντοπιστεί τόσο στη σχετική νομολογία του ΣτΕ (1889,1890/2019), αλλά και στις προαναφερθείσες νομοπαρασκευαστικές ενέργειες του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κατά την τρέχουσα περίοδο. Χαρακτηριστικά, θα αναφέρουμε πως ο αρμόδιος υφυπουργός σε πρόσφατη συνέντευξη αναφέρθηκε στη μετάβαση της χρηματοδότησης των επικουρικών συντάξεων από το διανεμητικό μοντέλο στο κεφαλαιοποιητικό, προσδιόρισε τις κατηγορίες των ασφαλισμένων που θα ενταχθούν στο νέο σύστημα και διατύπωσε απόψεις για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα κι ανταποδοτικότητα του. Ουσιαστικά, το νέο μοντέλο προσανατολίζεται προς ένα επενδυτικό πλάνο της κοινωνικής ασφάλισης. Βέβαια, έχουν διατυπωθεί και δημοσιευθεί κι αντίθετες απόψεις αναφορικά με τη μακροοικονομική αποτελεσματικότητα του προτεινόμενου συστήματος, που στηρίζονται στις τιμές των αποδόσεων των επενδύσεων και τα εναλλακτικά σενάρια διαμόρφωσης του πληθωρισμού στην ευρωζώνη, σε συσχέτιση με την προσδοκώμενη οικονομική ανάπτυξη και τις συναφείς δημογραφικές προβολές.[3] Λαμβάνοντας υπόψη πως οι οικονομολόγοι προτείνουν, αλλά ο νομοθέτης αποφασίζει, και θέτοντας ως βασική παραδοχή πως τα κοινωνικά δικαιώματα κι ο ιδιαίτερος ρόλος του θεσμού της κοινωνικής ασφάλισης δεν αποτελούν υποθέσεις εργασίας ερμηνευόμενες αμιγώς με τη μεθοδολογία της οικονομικής επιστήμης, αλλά εξειδικεύονται βάσει της συνταγματικής πρακτικής, των αρχών του ευρωπαϊκού δικαίου κι ελέγχονται δικαστικά, θα προχωρήσουμε σε κάποιες συναφείς παρατηρήσεις και διατυπώσεις ερευνητικών ερωτημάτων, σχετιζόμενων με την προτεινόμενη αναμόρφωση της επικουρικής ασφάλισης, στα πλαίσια της μεθοδολογικής προσέγγισης της νομικής επιστήμης.[4]
1. Ο υποχρεωτικός χαρακτήρας του ελληνικού συστήματος κοινωνικής ασφάλισης αποτελεί μία θεμελιώδη αρχή του. Με την έννοια της υποχρεωτικότητας διαμορφώνεται η κοινωνικοασφαλιστική σχέση που διέπεται από το δημόσιο δίκαιο, δηλαδή από ρυθμίσεις αναγκαστικού δικαίου.[5] Με την εν λόγω συλλογιστική, η υπαγωγή στην ασφάλιση κι η παράλληλη ανάληψη των συναφών δεσμεύσεων δεν επαφίεται στην ευχέρεια των εμπλεκομένων μερών (εργαζόμενοι, εργοδότες, αυτοαπασχολούμενοι), αλλά κινείται εντός προκαθορισμένων νομοθετικών και κανονιστικών πλαισίων, συνδυαζόμενων με την ασφαλιστική πρακτική που κατά την πάροδο των ετών έχουν διαμορφώσει οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης. Διαχρονικά, η έννοια της υποχρεωτικής υπαγωγής διατρέχει τη σχετική βιβλιογραφία και μια συνδυαστική προσέγγιση των διαφόρων απόψεων θα μπορούσε να μας καθοδηγήσει σχετικά με την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων αναφορικά με την υποχρεωτικότητα, την καθολικότητα της κοινωνικής ασφάλισης, τον κοινωνικό της ρόλο και τον τρόπο χρηματοδότησης της.[6] Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της κύριας ασφάλισης έχει αποτελέσει μια καθοριστική παράμετρο για την αντίστοιχη νομική αναγνώριση κι εμπέδωση της επικουρικής ασφάλισης.[7] Επιπρόσθετα, η κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης στο άρθρο 22 παρ. 5 του Συντάγματος δεν αποτελεί καθοριστικό όρο διαμόρφωσης της μεθοδολογίας χρηματοδότησης των παροχών, αλλά συνθήκη διασφάλισης της βιωσιμότητας του θεσμού, στο πλαίσιο της ανάληψης της εγγυητικής ευθύνης του κράτους.[8] Για τους λόγους αυτούς, θα πρέπει να διερευνηθεί το κατά πόσο είναι συνταγματικά βάσιμη η συνολική μετάβαση του πυλώνα της επικουρικής ασφάλισης σε ένα καθολικό κεφαλαιοποιητικό μοντέλο και παράλληλα να εξεταστεί το αν ο δεδομένος μετασχηματισμός βρίσκεται σε συμφωνία με τη σχετική νομολογία, αλλά και το σύνθετο πλέγμα των ευρωπαϊκών κανόνων δικαίου και των συναφών συνθηκών. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει σχολιάσουμε το άρθρο 1 του νέου νομοσχεδίου το οποίο αναφέρεται σε θεμελιώδεις αρχές της κοινωνικής ασφάλισης (βιωσιμότητα, αξιοπρεπής διαβίωση) , τις οποίες όμως συνδυάζει με την οικονομική ανάπτυξη. Το άρθρο αυτό αποτυπώνει με σαφήνεια την αμφίδρομη σχέση μεταξύ του κοινωνικού κράτους και της οικονομίας της αγοράς. Κατά συνέπεια, εισάγεται στη διαχείριση του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος η αρχή του συνολικού κοινωνικού οφέλους και παράλληλα αντιστρέφεται η αρχή της κοινωνικής αλληλεγγύης. Δηλαδή, με το νέο μοντέλο προωθείται η οικονομική συνεισφορά (μέσω της διαχείρισης των εισφορών) σε εθνικό επίπεδο και με τον τρόπο αυτό η διαγενεακή αλληλεγγύη (που αποτελεί τμήμα της κοινωνικής αλληλεγγύης) υποχωρεί έναντι της εθνικής αλληλεγγύης. Το αν και κατά πόσο το εν λόγω μοντέλο θα καταστεί αποτελεσματικό, θα διαφανεί μελλοντικά. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να παρατηρηθεί πως επί σειρά ετών η υποχρεωτικότητα διασυνδέεται με τον διανεμητικό χαρακτήρα του συστήματος και τη γενικότερη κοινωνική αποστολή του.[9] Αλλά, δεδομένων των συνθηκών, το εύρος του πυλώνα πάνω στον οποίο θα πρέπει να λειτουργεί ο θεσμός, στα πλαίσια της αρχής της υποχρεωτικότητας, και το κατά πόσο η συγκεκριμένη αρχή μπορεί να συσχετιστεί με τη λειτουργία του θεσμού, ανακαθορίζεται διαμέσου της εισαγωγής συνθηκών διακριτής μεθοδολογίας χρηματοδοτικών μοντέλων. Επίσης, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως η αρχή της υποχρεωτικής υπαγωγής έχει πολύπλευρα χαρακτηριστικά που σχετίζονται τόσο με τη διατήρηση της βιωσιμότητας του θεσμού, όσο και με τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των ασφαλισμένων του συστήματος. Εν προκειμένω, η στάθμιση ανάμεσα στην υπεροχή της διατήρησης της βιωσιμότητας του θεσμού μέσω της διασφάλισης πόρων που απορρέουν από πρακτικές υποχρεωτικής υπαγωγής και στην παρεχόμενη προστασία στους επιμέρους ασφαλισμένους (δηλαδή τα πρακτικά αποτελέσματα του ασφαλιστικού δεσμού), διαμορφώνεται ως μια διαδικασία που μπορεί να διαπλαστεί στα πλαίσια του δημοσίου συμφέροντος , της διάσπασης των ασφαλιστικών περιπτώσεων και της εισαγωγής της ατομικής ευθύνης. Με τον τρόπο, αυτό θα μπορούσε να ανασχεδιαστεί ο πυλώνας της επικουρικής ασφάλισης, υπό την οπτική του κεφαλαιοποιητικού μοντέλου, χωρίς όμως να παραβλέπουμε την αντικειμενική ευθύνη που απορρέει από την ιδιαίτερη φύση της κοινωνικοασφαλιστικής σχέσης και την παράλληλη αναγκαιότητα της διαφύλαξης ενός ικανοποιητικού επίπεδου παροχών. Για τους λόγους αυτούς, η αναδιοργάνωση της επικουρικής ασφάλισης , στο πλαίσιο δυναμικών επενδυτικών μοντέλων ενδέχεται να προσφέρει πρόσθετες αποδόσεις στους μελλοντικούς συνταξιούχους, αλλά και να δημιουργήσει κεφάλαια που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν μεσοπρόθεσμα για αναπτυξιακούς σκοπούς. Βάσει των προαναφερθεισών παραδοχών, εκτιμάται στο άρθρο 47 παράγραφος 1 του νέου νομοσχεδίου πως η εισαγωγή συστήματος προκαθορισμένων εισφορών, με υποχρεωτική υπαγωγή, θα ανατρέψει την αρνητική πορεία του κοινωνικοασφαλιστικού συστήματος και θα συνδράμει σε μια συνολική αναπτυξιακή πορεία.[10]
2. Η λειτουργία του διανεμητικού συστήματος στηρίζεται, όπως προαναφέραμε, στις παραδοχές της κοινωνικής και διαγενεακής αλληλεγγύης, της οικονομικής ανάπτυξης και της ενεργής κρατικής συμμετοχής. Η οικονομική ανάπτυξη και το διανεμητικό σύστημα μπορούν να συνυπάρξουν σε περιόδους κατά τις οποίες το σύστημα δεν έχει ιδιαίτερες υποχρεώσεις για καταβολή παροχών. Λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι η διαγενεακή αλληλεγγύη κι η δημογραφική κρίση είναι έννοιες αντικρουόμενες, μπορούμε να υποστηρίξουμε την άποψη πως το διανεμητικό σύστημα δεν αποτελεί επαρκή μηχανισμό διασφάλισης των παροχών, ιδίως σε περιόδους έντονα αρνητικών δημογραφικών παραμέτρων.[11] Για τους λόγους αυτούς, με το σχολιαζόμενο νομοσχέδιο εισάγεται η αρχή της επιλογής επενδυτικών προγραμμάτων (άρθρο 48) κι έτσι ο νομοθέτης μετακυλύει την επιλογή του επενδυτικού ρίσκου στους ασφαλισμένους του νέου ταμείου . Διάμεσου της εν λόγω προσέγγισης, που είναι μία προσέγγιση της οικονομικής επιστήμης, εισάγεται η ατομική πρωτοβουλία κι ευθύνη. Όμως ,η κατοχύρωση της κοινωνικής ασφάλισης μέσα από το άρθρο 22 παρ 5 του Συντάγματος συνεπάγεται πως ο θεσμός αναπτύσσεται και λειτουργεί υπό την εγγυητική ευθύνη του κράτους, δηλαδή το κράτος οφείλει να διαμορφώνει την ανάλογη μεθοδολογία, δεδομένων των συνθηκών, προκειμένου να διασφαλιστεί η βιωσιμότητα του συστήματος κι η επάρκεια των παροχών .Η ανωτέρω προσέγγιση θα πρέπει να συνδυαστεί και με τη γενικότερη αποστολή της κρατικής λειτουργίας, που αναφέρεται στο άρθρο 106 του Συντάγματος. Κατά συνέπεια, η υποχρεωτική υπαγωγή σε ένα σύστημα επικουρικής ασφάλισης κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, υπό τον αποτελεσματικό συνδυασμό της ατομικής ευθύνης και της εγγυητικής ευθύνης του κράτους δεν αποτελεί μια υπόθεση εργασίας που θα μπορούσε να αναιρεθεί νομικά.[12]
3. Εν προκειμένω, θα πρέπει να παρατηρηθεί πως η φύση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, αναφορικά με τη θεμελίωση του, αλλά και τον οικονομικό προσδιορισμό του, τελεί υπό την αιτιολογημένη διακριτική ευχέρεια του νομοθέτη σε συνάρτηση με τη γενικότερη οικονομική κατάσταση των φορέων κοινωνικής ασφάλισης, κι ενδεχόμενα και της χώρας συνολικά.[13] Ο τυχόν συμπληρωματικός ρόλος της επικουρικής ασφάλισης θα πρέπει να αντισταθμιστεί από το επίπεδο του κύριου πυλώνα κι επιπρόσθετα η παραδοχή της συμπληρωματικότητας θα πρέπει να συσχετιστεί με το εύρος της αρχής της υποχρεωτικότητας της επικουρικής ασφάλισης.[14] Με τον τρόπο αυτό, καταλήγουμε στο συμπέρασμα πως διάμεσου της εισαγωγής κεφαλαιοποιητικού συστήματος και της διαμόρφωσης ενός ιδιαίτερου μοντέλου οικονομικής αλληλεγγύης (δηλαδή δημιουργία κεφαλαίων που μπορούν να επενδυθούν ποικιλοτρόπως) αναπτύσσεται ένας συμπληρωματικός πυλώνας, ο οποίος καλείται να λειτουργήσει εκ παραλλήλου με το κλασικό μοντέλο της κοινωνικής και διαγενεακής αλληλεγγύης που είναι το διανεμητικό σύστημα του κύριου συνταξιοδοτικού πυλώνα.[15] Βέβαια, υπό τη συνθήκη των ομαλών εργασιακών και μισθολογικών σχέσεων αυτό το συνδυαστικό μοντέλο ενδέχεται να λειτουργήσει προς μια γενικότερη προαγωγή του κοινωνικού οφέλους ή του ευρύτερου δημοσίου συμφέροντος. Υπό την αντίστροφη συλλογιστική, δηλαδή την αβέβαιη εξέλιξη των οικονομικών δεδομένων, ανακύπτει το εύλογο ερώτημα για το πώς και σε ποια έκταση θα ενεργοποιηθεί η σχετική εγγυητική ευθύνη του κράτους έτσι ώστε να διασφαλιστεί η αρχή της αξιοπρεπούς διαβίωσης των συνταξιούχων.[16] Εν προκειμένω, θα πρέπει να παρατηρήσουμε πως με το νέο νομοσχέδιο περιορίζεται σε σημαντικό βαθμό η ελάχιστη επικουρική σύνταξη, και σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα που καταβάλει το ΕΤΕΑΠ για 15 χρόνια ασφάλισης και με συντάξιμες αποδοχές που κινούνται γύρω από τον κατώτατο μισθό.[17]
4. Συνδυάζοντας ερμηνευτικά τις ανωτέρω σκέψεις, θα μπορούσαμε να υποστηρίξουμε την άποψη πως διαμέσου της πρακτικής των συμπράξεων θα μπορούσε να επιτευχθεί μια αποτελεσματικότερη σχέση δημοσίου – ιδιωτικού τομέα, δηλαδή να αναπτυχθεί ένας επιπλέον πυλώνας ή να αναμορφωθεί η λειτουργία του υφιστάμενου πυλώνα της επικουρικής ασφάλισης. Με τον τρόπο αυτό, όμως, υπεισέρχεται η ατομική ευθύνη και πρωτοβουλία στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης, δύο παράμετροι που καλούνται να υποκαταστήσουν την προοδευτική αδυναμία του συστήματος να λειτουργήσει υπό όρους καθολικής ανταποδοτικότητας, μεταξύ των εισφορών και των παροχών του υφιστάμενου κοινωνικοασφαλιστικού μοντέλου.[18] Παράλληλα, επέρχεται μια αναδιάταξη των σχετικών με την κοινωνική προστασία δικαιωμάτων. Δηλαδή, ο νομοθέτης αναλαμβάνει την εκ νέου διαμόρφωση του ελαχίστου και μεγίστου εύρους άσκησης των εν λόγω κοινωνικών δικαιωμάτων, υπό το πρίσμα της αναδιάρθρωσης ή της κατανομής του πυλώνα της επικουρικής ασφάλισης. Η συγκεκριμένη αναδιάταξη συσχετίζεται με τη συνολική προαγωγή του δημοσίου συμφέροντος, λαμβάνοντας υπόψη πως το δημόσιο συμφέρον δεν αφορά μόνα τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, αλλά ένα ευρύτερο σύνολο δικαιωμάτων.
5. Συμπερασματικά, η αρχή της ανταποδοτικότητας θα πρέπει να συνδυαστεί με την αρχή της υποχρεωτικότητας και σε ένα μοντέλο επικουρικής ασφάλισης που θα βασίζεται στη κεφαλαιοποίηση. Με τον τρόπο αυτό διασφαλίζεται η καταβολή των παροχών και παράλληλα εισάγεται μια πρακτική διαχείρισης που αποδεσμεύει το σύστημα από την αβεβαιότητα των δημογραφικών προοπτικών.[19] Πρόκειται για μια σύνθετη διαδικασία που εμπλέκει το κοινωνικό κράτος δικαίου, την κρατική μερίμνα για την κοινωνική ασφάλιση, τη διαμόρφωση της κοινωνικής προστασίας ως συλλογικού θεσμού, δηλαδή αναδύονται τάσεις που ενδεχόμενα θα ανακαθορίσουν την κοινωνική αποστολή του θεσμού, λαμβάνοντας υπόψη πως το κεφαλαιοποιητικό μοντέλο μπορεί να λειτουργεί με διακριτούς όρους εισφοροδότησης κι επενδυτικού ρίσκου, οι όποιοι θα διαμορφώνουν για την εκάστοτε κατηγορία συμμετεχόντων και διαφορετικό μελλοντικό επίπεδο παροχών. Πρακτικά, οι παράγραφοι 3 και 4 του άρθρου 47 του νέου νομοσχεδίου υιοθετούν τη στρατηγική συμπράξεων δημοσίου κι ιδιωτικού τομέα στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Μια διαδικασία που θα μας κατευθύνει στην εκ νέου διευθέτηση της αρχής της κοινωνικής αλληλεγγύης και του καταμερισμού των κοινωνικών βαρών ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές, με συνέπειες ή αποτελέσματα που χρήζουν περαιτέρω διερεύνησης.[20] Επιπρόσθετα, η αρχή της υποχρεωτικότητας θα πρέπει να συμβαδίζει με την κατά το δυνατό επιβεβαίωση των ασφαλιστικών προσδοκιών. Συμπληρωματικά, θα πρέπει να παρατηρηθεί πως η υποχρεωτικότητα θα πρέπει να συνδυαστεί με την έννοια της ενσωμάτωσης δεδομένων ασφαλιστικών κινδύνων στο πεδίο της κοινωνικής ασφάλισης. Με τον τρόπο αυτό δικαιολογείται η υποχρεωτική υπαγωγή, η οποία όμως δύναται κατά περίπτωση να τροποποιείται σχετικά με το εύρος και τη μορφή της. Με την εν λόγω πρακτική, ο κοινωνικός ρόλος του κράτους δεν αναιρείται και το γενικό περίγραμμα της κανονιστικής του δράσης στο πεδίο των κοινωνικών δικαιωμάτων διατηρεί το θεμελιακό του πλαίσιο. Ουσιαστικά, μέσω της συνταγματικής διάπλασης διαμορφώνεται η περίμετρος των κοινωνικών δικαιωμάτων, εντός της οποίας η θέση των κοινωνικοασφαλιστικών δικαιωμάτων προσδιορίζεται, διαμέσου της νομοθετικής και κανονιστικής δράσης της εκτελεστικής εξουσίας.[21] Οι προοπτικές του ρόλου της επικουρικής ασφάλισης, υπό το πρίσμα των συνθηκών που αλλάζουν, διακρίνονται από την ιστορικότητα τους, που διαγράφει τη μελλοντική τους διαδρομή, σε συνδυασμό με την προσαρμογή και την αναδιαμόρφωση του θεσμού, στο πλαίσιο συναφών προκλήσεων που συνδυάζονται αιτιωδώς με τη δημοκρατική – κοινωνική συμμετοχή και την αρχή του κράτους δικαίου, σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο. [22]
Αριστείδης Κ. Πρεδάρης
Πτυχιούχος Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ, διπλωματούχος του ελληνογαλλικού προγράμματος μεταπτυχιακών σπουδών της Νομικής Σχολής ΕΚΠΑ και της Νομικής Σχολής Μπορντώ, υπάλληλος του e-ΕΦΚΑ
Υποσημειώσεις:
[1] Βλέπε σχετικά την απόφαση του Υφυπουργού Εργασίας & Κοινωνικών Υποθέσεων με ΑΔΑ 6Ζ9Ε465Θ1Ω-ΗΦ5, τη Συνέντευξη κυρίου Τσακλόγλου , Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων
[2] Βλέπε σχετικά 2o Συνέδριο Επαγγελματικής Ασφάλισης
[3] Βλέπε σχετικά τη Συνέντευξη κυριών Ρομπόλη, Μπέτση
[4] Βλέπε σχετικά σελ 25 επ. σχετικού πορίσματος
[5] Ν. 4387/2016 Άρθρο 1Α Γενικές αρχές -Εγγυητική ευθύνη του Κράτους
Το ασφαλιστικό σύστημα διέπεται από τις αρχές της κοινωνικής δικαιοσύνης, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της αναδιανομής, της υποχρεωτικότητας, της ανταποδοτικότητας, της ενότητας, της επάρκειας και της βιωσιμότητας του συστήματος.
Το Κράτος μεριμνά για την κοινωνική ασφάλιση των εργαζομένων, εγγυάται και διασφαλίζει την επάρκεια των παροχών κύριας και επικουρικής ασφάλισης και τη βιωσιμότητα του e-Ε.Φ.ΚΑ Έχει εγγυητική υποχρέωση για το σύνολο των ασφαλιστικών παροχών. Ειδικές διατάξεις σχετικές με την κρατική χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης καταργούνται.
Άρθρο 1Β Πηγές και φύση κανόνων
1. Οι κανόνες κοινωνικής ασφάλισης αφορούν στο κοινωνικό (γενικό) συμφέρον και είναι αναγκαστικής εφαρμογής. Οι κανόνες κοινωνικής ασφάλισης έχουν πρωταρχική πηγή το Σύνταγμα, θεσπίζονται με νόμο και με πράξεις κανονιστικού περιεχομένου κατ’ εξουσιοδότηση νόμου.
[6] Αγαλλόπουλος Δίκαιο κοινωνικών ασφαλίσεων σελ 60 επ. ,Πετρόγλου Δίκαιο κοινωνικής ασφαλίσεως σελ 121 επ. , Κρεμαλής Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης σελ 193 επ.
[7] Ν . 4052/2012 Άρθρο 37 Ασφαλιστέα πρόσωπα
1. Στην ασφάλιση του κλάδου επικουρικής ασφάλισης του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. υπάγονται υποχρεωτικά:
α. Οι ήδη ασφαλισμένοι των ταμείων, κλάδων και τομέων επικουρικής ασφάλισης που εντάσσονται στο Ε.Τ.Ε.Α. (νυν Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π.).
β. Όσοι αναλαμβάνουν ασφαλιστέα εργασία απασχόληση ή αποκτούν ασφαλιστέα ιδιότητα, για την οποία ασφαλίζονται υποχρεωτικά σε φορέα κύριας ασφάλισης και δεν υπάγονται για την εργασία απασχόλησή τους αυτή ή την ιδιότητά τους στην ασφάλιση άλλου φορέα επικουρικής ασφάλισης ή επαγγελματικής υποχρεωτικής ασφάλισης, ή των εξομοιούμενων βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας με αυτούς, ανεξαρτήτως νομικής μορφής.
[8] ΣτΕ 1890/2019 σκ.8
[9] Στεργίου Δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης σελ 243 επ. Βλέπε άρθρο 1 του σχολιαζόμενου σχεδίου νόμου: Σκοπός του παρόντος είναι η εισαγωγή και εφαρμογή κεφαλαιοποιητικού συστήματος προκαθορισμένων εισφορών στην επικουρική ασφάλιση, προκειμένου να συμβάλει στη διασφάλιση ικανοποιητικού επιπέδου διαβίωσης για τους συνταξιούχους, καθώς και στη βιωσιμότητα ενός συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, το οποίο συντελεί στην ανάπτυξη της οικονομίας.
[10] Βλέπε άρθρο 47 παρ. 1 του σχολιαζόμενου σχεδίου νόμου : «Στρατηγική επενδύσεων
1. Τα περιουσιακά στοιχεία του Ταμείου Επικουρικής Κεφαλαιοποιητικής Ασφάλισης (Τ.Ε.Κ.Α.) επενδύονται με γνώμονα το βέλτιστο συμφέρον των ασφαλισμένων και των δικαιούχων, την ασφάλεια, την ποιότητα, τη ρευστότητα και την κερδοφορία του χαρτοφυλακίου στο σύνολό του στη βάση της αρχής της συνετής διαχείρισης και της ανάπτυξης της οικονομίας.»
[11] Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία – ΤΕΛΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ -11/2020, Ν 4052/2012 αρ 42
[12] Αγγελοπούλου Η υποχρεωτικότητα ως χαρακτηριστικό γνώρισμα της κοινωνικής ασφάλισης σελ 12 επ. Βλέπε κι άρθρο 48 παρ 3 του σχολιαζόμενου σχεδίου νόμου « Το Ταμείο μπορεί να παρέχει στους ασφαλισμένους περισσότερα του ενός επενδυτικά προγράμματα κύκλου ζωής με διαφοροποιημένο επενδυτικό κίνδυνο σε σχέση με τον προκαθορισμένο.»
[13] ΣτΕ 3281/2017 σκ 14-16, ΣτΕ 1890/2019 σκ.8
[14] Κοντιάδης Κράτος πρόνοιας και κοινωνικά δικαιώματα σελ 44 επ.
[15] Francis Netter La sécurité sociale et ses principes σελ. 22 επ.,
[16] Δηλαδή μέσω των άρθρων 59 κι 60 του σχολιαζόμενου σχεδίου νόμου επαναπροσδιορίζεται το ελάχιστο όριο της εγγυητικής ευθύνης του κράτους. Ένα κρίσιμο ερώτημα είναι η διαχείριση των υφιστάμενων αποθεματικών του ΕΤΕΑΕΠ, προκειμένου να καλυφθούν οι υποχρεώσεις καταβολής των παροχών, λαμβάνοντας υπόψη τη μερική διακοπή της διανεμητικής λειτουργίας του ΕΤΕΑΕΠ.
[17] Σύνταγμα αρ 25 παρ 1, 4, Ν 4387/2016 άρθρο 78 Οικονομικό Σύστημα Λειτουργίας του Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. Το άρθρο 39 του Ν. 4052/2012 (Α΄41) αντικαθίσταται ως εξής:
«Άρθρο 39 Οικονομικό σύστημα λειτουργίας 1. Το Ε.Τ.Ε.Α.Ε.Π. λειτουργεί για όσους ασφαλίζονται για πρώτη φορά από 1.1.2014 με βάση το διανεμητικό σύστημα προκαθορισμένων εισφορών με νοητή κεφαλαιοποίηση. Το ίδιο σύστημα εφαρμόζεται: α) για τους ασφαλισμένους μέχρι 31.12.2013 στον κλάδο επικουρικής ασφάλισης για το χρόνο ασφάλισης από 1.1.2015 και εφεξής και β) για τους ασφαλισμένους στον κλάδο εφάπαξ παροχών μέχρι 31.12.2013 για το χρόνο ασφάλισης από 1.1.2014 και εφεξής.
2. Οι ασφαλιστικές εισφορές που καταβάλλονται για κάθε ασφαλισμένο των κατηγοριών αυτών, ανά κλάδο, τηρούνται σε ατομικές μερίδες από 1.1.2014.» Βλέπε επίσης το άρθρο 60 παρ 1 του σχολιαζόμενου σχεδίου νόμου: «Κατά τον χρόνο επέλευσης των καλυπτόμενων κοινωνικοασφαλιστικών κινδύνων το κράτος εγγυάται την καταβολή ελάχιστης ανταποδοτικής μηνιαίας επικουρικής σύνταξης. Ως ελάχιστη ανταποδοτική μηνιαία επικουρική σύνταξη νοείται το ποσό της μηνιαίας επικουρικής σύνταξης που υπολογίζεται στη βάση της πραγματικής αξίας του συνόλου των καταβληθεισών εισφορών, όπως αυτές απεικονίζονται λογιστικά στους ατομικούς λογαριασμούς των ασφαλισμένων κατά τον χρόνο επέλευσης των καλυπτόμενων κοινωνικοασφαλιστικών κινδύνων.»
[18] Επίσης, θα πρέπει να παρατηρηθεί η διαφοροποίηση των δικαιωμάτων περιουσιακού χαρακτήρα, στα πλαίσια του διανεμητικού και του κεφαλαιοποιητικού συστήματος σε σχέση με πρώτο πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ αρ1. Βλέπε κι άρθρο 62 παρ 3 του σχολιαζόμενου σχεδίου νόμου αναφορικά με τις δυνατότητες επενδυτικών επιλογών των ασφαλισμένων του νέου ταμείου και τις έννομες συνέπειες που απορρέουν από τις εν λόγω επιλογές.
[19] Θα πρέπει επίσης να ληφθεί υπόψη η μείωση του ΑΕΠ λόγω της πανδημίας κι ο συναφής αντίκτυπος της εν λόγω μείωσης στο ασφαλιστικό σύστημα. Σχετικά:
Evaluating the initial impact of COVID-19 containment measures on economic activity
[20] Χρήσιμη θα ήταν κι αξιολόγηση των χρηματοδοτικών εργαλείων που παρέχει η Ευρωπαϊκή Ένωση για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας, το πώς θα μπορούσαν αυτά να αξιοποιηθούν για την ανάπτυξη της απασχόλησης, που με τη σειρά της θα εισφέρει πόρους στο ασφαλιστικό σύστημα, διαθεσίμους τόσο για τη διάπλαση χρηματοοικονομικών στρατηγικών αλλά και τη μελλοντική για την κάλυψη των παροχών. Σχετικά:
Breakdown of Cohesion Policy allocations per Member State
ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΕ, Ευρατόμ) 2020/2093 ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 17ης Δεκεμβρίου 2020,
Στεργίου, Η κοινωνική ασφάλιση μπροστά στο δημογραφικό πρόβλημα, παρ. 161
[21] Βλέπε αντίστοιχες ρυθμίσεις στο γαλλικό δίκαιο κοινωνικής ασφάλισης: Le nouveau Plan Epargne Retraite
[22] Κοντιάδης, Η σταθεροποιητική λειτουργία των κοινωνικών δικαιωμάτων, Στεργίου, Η κρίση της κοινωνικής ασφάλισης ως κρίση του δημόσιου χαρακτήρα της.