Ως πεζοί έχουμε δει αυτοκίνητα να περνούν με κόκκινο και ως οδηγοί έχουμε δει μηχανόβιους χωρίς κράνος. Αυτές οι συμπεριφορές καταγράφονται ως παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας, ενός νομοθετήματος που έχει τεθεί για να ρυθμίζει την οδηγική μας συμπεριφορά, να εξασφαλίζει συνθήκες ασφαλούς κυκλοφορίας στους δρόμους και να προστατεύει άπαντες.
Ο ΚΟΚ δείχνει πρακτικά το ρόλο του νόμου μέσα σε μία κοινωνία: είναι το πλαίσιο αναφοράς για το πώς η κοινωνία μας μεριμνά ώστε να μας εξασφαλίσει ότι η συναναστροφή μας με τον άλλο θα γίνεται με συγκεκριμένους όρους, γνωστούς εκ των προτέρων, που πρέπει να τηρούνται εκατέρωθεν. Περαιτέρω, μέσω του ΚΟΚ, αναδεικνύεται ότι ο κάθε κοινωνός είναι υπεύθυνος και ο ίδιος για την ασφάλεια του, έχοντας την υποχρέωση να είναι επιμελής, ενώ παράλληλα, προβλέπονται τιμωρίες για τους παραβάτες.
Κάπως έτσι λειτουργεί το Σύνταγμα και οι νόμοι εν γένει.
Βασικές αρχές και δικαιώματα που προβλέπονται από το Σύνταγμα
Το Σύνταγμα υπάρχει σαν ιστορικό αποτέλεσμα της Γαλλικής Επανάστασης, καταγράφει τα δικαιώματα, τις υποχρεώσεις του ατόμου μέσα σε μία οργανωμένη κοινωνία, καθώς επίσης και τον τρόπο που οργανώνεται αυτή η κοινωνία. Όμως, πέρα από αυτό, το Σύνταγμα, και κατ’ επέκταση οι νόμοι που εκδίδονται με βάση αυτό, δεν έχουν ένα απλό ρυθμιστικό περιεχόμενο. Δεν είναι απλά λέξεις σε σειρά. Στο Σύνταγμα αντικατοπτρίζονται αρχές δικαιοσύνης και ηθικές αξιολογήσεις της κοινωνίας που έχει πλέον αναχθεί σε έννομη τάξη.
Για παράδειγμα, το άρθρο 2 παρ.1 του Σ. αναγνωρίζει ως πρωταρχική υποχρέωση της Πολιτείας τον σεβασμό και την προστασία της αξίας του ανθρώπου. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι κάθε ένας από μας, γιατί εμείς αποτελούμε την Πολιτεία, οφείλει να σέβεται τον άλλο, τον οποιονδήποτε άλλο, ως ίσο και ελεύθερο. Σημαίνει ότι κάθε άνθρωπος έχει αξία από αυτό και μόνο το γεγονός ότι είναι άνθρωπος. Κανείς δεν μπορεί να εξανδραποδίσει, να εργαλειοποιήσει, να αντικειμενοποιήσει τον άλλο. Η αναγνώριση της αυταξίας του κάθε ανθρώπου είναι ο πρώτος όρος ώστε να μπορεί να επιτευχθεί ένα minimum συνύπαρξης.
Σε επόμενα άρθρα (4-25,) το Σύνταγμα έχει έναν «κατάλογο» ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων, ανάμεσα στα οποία: η ισότητα ενώπιον του νόμου, η απαγόρευση των διακρίσεων, η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας, το δικαίωμα στη δικαστική προστασία, το άσυλο της κατοικίας, το δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, το δικαίωμα στην εργασία, η προσωπική ασφάλεια. Αλλά τι είναι αυτά τα δικαιώματα; Γιατί υπάρχουν; Τι μας εξασφαλίζουν;
Έχουν προκύψει από την Γαλλική και την Αμερικανική Επανάσταση, οι οποίες κατοχύρωσαν ένα (νομικό) status για το άτομο. Του έδωσαν υπόσταση. Το κατέστησαν συμμέτοχο στην Πολιτεία, τον κατέστησαν τον μόνο φορέα εξουσίας από την συλλογική βούληση του οποίου, όπως διαμορφώνεται στις εκλογές, προκύπτει το επιτελικό του όργανο η Βουλή και δια αυτής η Κυβέρνηση. Το status αυτό που μας αναγνωρίζει το Σύνταγμα είναι αυτό που επιτρέπει τη δράση μας στην κοινωνία, την οριοθετεί και την καθοδηγεί.
Και τι ρόλος είναι αυτός; Μα αυτός του Πολίτη. Του Κοινωνού. Του Συμμετόχου. Δεν υπάρχουμε (μόνο) ως μονάδες, δεν είμαστε μόνο οικονομικοί δρώντες, είμαστε μέρη ενός συνόλου, για του οποίου την ευημερία και πρόοδο πρέπει όλοι να μεριμνούμε.
Η υποχρέωση σεβασμού και τήρησης του Συντάγματος: Το παράδειγμα των τελευταίων εκλογών
Οι περισσότεροι είμαστε εξοικειωμένοι με την τραγωδία του Σοφοκλή, Αντιγόνη. Η Αντιγόνη αμφισβήτησε τον νόμο των ανθρώπων για να είναι συνεπής απέναντι στο ηθικό της καθήκον. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό στις μέρες μας γίνεται με τη διαδικασία ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, όπου πράγματι έχουμε μία ανεξάρτητη αρχή να ελέγχει αν οι νόμοι των ανθρώπων είναι σύμφωνοι με τις αρχές Δικαιοσύνης και τις ηθικές αξιολογήσεις όπως αυτές καταγράφονται στο Σύνταγμα. Αυτό σε πρώτο επίπεδο. Σε δεύτερο επίπεδο και σύμφωνα με την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματος (120), κάθε ένας μας βαρύνεται με την υποχρέωση του σεβασμού του Συντάγματος και των νόμων καθώς επίσης και με το δημοκρατικό καθήκον να επαγρυπνεί για την τήρησή του. Γιατί έχουμε αυτή την υποχρέωση; Γιατί το Σύνταγμα και οι νόμοι αποτελούν, όπως είπαμε, την κωδικοποίηση των αξιολογήσεων που κάνει η κοινωνία μας, τη βάση πάνω στην οποία συνυπάρχουμε ειρηνικά.
Με βάση αυτή την τελευταία παρατήρηση, ας αναφερθούμε σε ένα παράδειγμα από τις πρόσφατες εκλογές: σε πολλά εκλογικά τμήματα, τα μέλη των εφορευτικών επιτροπών δεν εμφανίστηκαν με αποτέλεσμα είτε την καθυστέρηση της διαδικασίας είτε την «επίταξη» τυχαίων εκλογέων από τους προσερχομένους στην κάλπη. Η συγκεκριμένη πρακτική της μη εμφάνισης είναι εσφαλμένη, όχι γιατί είναι παράνομη – που είναι – αλλά γιατί υποδηλώνει μία επιδεικτική αδιαφορία για μία θεμελιώδη πολιτειακή υποχρέωση, για μία δημοκρατική κατάκτηση για την οποία χύθηκε πολύ αίμα.
Η καθολική, μυστική, άμεση ψηφοφορία δεν ήταν κεκτημένο. Οι εφορευτικές επιτροπές είναι οι άμεσοι αντιπρόσωποι του λαού, οι εγγυητές της διαδικασίας από την πλευρά του εκλογικού σώματος: είναι αυτοί που βεβαιώνουν στους υπόλοιπους πολίτες ότι η διαδικασία διεξήχθη σωστά, ότι το αποτέλεσμα της κάλπης είναι όντως το αποτέλεσμα της λαϊκής βούλησης και όχι αποτέλεσμα νοθείας. Η συμμετοχή στην εφορευτική επιτροπή είναι δημοκρατικό καθήκον και υποχρέωση του κάθε πολίτη και δεν μπορεί να εξαγοραστεί με κάποιο αντίτιμο.
Η σχετική πρόταση που κατατέθηκε από την Ένωση Δικαστών, καίτοι δίνει λύση στο ζήτημα της ταχύτερης διεξαγωγής της εκλογικής διαδικασίας, δεν δίνει λύση στο ζήτημα Δημοκρατίας. Για να συμμετέχει ο πολίτης στη Δημοκρατία, δεν χρειάζεται ή δεν θα έπρεπε να χρειάζεται οικονομικό κίνητρο. Η Δημοκρατία είναι ζήτημα αρχής, δεν την επιλέγουμε επειδή μας συμφέρει οικονομικά. Και είναι αυτά τα ζητήματα αρχής που πρέπει να μας απασχολήσουν.
Είναι γεγονός ότι ήδη πριν την κρίση, αλλά κυρίως μετά από το ξέσπασμά της, οι Έλληνες έχουμε χάσει την εμπιστοσύνη μας στους θεσμούς και στους νόμους, ίσως και στη Δημοκρατία. Αμφιβάλλουμε για το αν αυτό που θεσπίζεται είναι όχι μόνο νόμιμο, αλλά και δίκαιο. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου το «κοινό περί δικαίου αίσθημα» προκαλείται και μάλιστα με θράσος. Η λύση δεν είναι η εγκατάλειψη του νόμου, η παραβίασή του. Η λύση είναι πρώτα σε ατομικό επίπεδο και στη συνέχεια σε συλλογικό, ανά ομάδες, να ξανα-ανακαλύψουμε τις αρχές που συγκροτούν την κοινωνία μας, να επανιδρύσουμε τη Δημοκρατία μας, απαλλαγμένη από τις στρεβλώσεις του παρελθόντος, με κάθε έναν από μας, υπερασπιστή και προαγωγό της.
Άλλωστε, κάθε παραβίαση του νόμου δεν στρέφεται εναντίον του κράτους ή του εκάστοτε κόμματος, αλλά κατά του ίδιου μας του εαυτού και κατά του διπλανού μας, όπως ακριβώς η παραβίαση του ΚΟΚ θέτει σε κίνδυνο όχι μόνο τη ζωή μας αλλά και όλων όσων κυκλοφορούν στο δρόμο μαζί μας.
Χριστιάννα Δ. Λιούντρη
Πτυχιούχος ΔΕΣ Παντείου, επί πτυχίω φοιτήτρια Νομικής ΕΚΠΑ