Αντί προλόγου: Η ελευθερία της τέχνης ως μέρος της πολιτικής αντιπαράθεσης
Σε κάθε τραγούδι ως μορφή και μέσο καλλιτεχνικής δημιουργίας ενυπάρχει πάντοτε μια πολιτική απόχρωση, αφού τα προϊόντα του καλλιτεχνικού και δη του μουσικού λόγου εκφράζουν το κοινωνικοπολιτικό πνεύμα και τις συνθήκες της εποχής που γράφτηκαν.
Συχνά μάλιστα ο καλλιτέχνης επιδιώκει ηθελημένα να προσδώσει πολιτικό χαρακτήρα στην τέχνη του, ασκώντας κριτική στην πολιτική εξουσία ή επιδοκιμάζοντας την ή ακόμα αμφισβητώντας τις κρατούσες ηθικές αξίες ή αντιθέτως προβάλλοντάς τες στο έργο του.
Η σύνδεση της τέχνης και της πολιτικής πραγματικότητας πολλές φορές συνεπάγεται και την ένθεση της πρώτης στην κονίστρα της πολιτικής αντιπαράθεσης. Γεγονός που διεφάνη από το περιεχόμενο του δημόσιου διαλόγου[1] τον προηγούμενο μήνα.
Ωστόσο, δεν αποκλείεται η καλλιτεχνική έκφραση, ιδίως όταν θίγει με την έντασή της και ιδεολογικές πεποιθήσεις της κοινής γνώμης ή της κρατικής εξουσίας, να αποτελέσει και αντικείμενο κοινοβουλευτικού ελέγχου ή επίσης να επιδιωχθεί ο περιορισμός της. Στην περίπτωση αυτή ανακύπτουν ερωτήματα σχετικά με τα συνταγματικά όρια της ελευθερίας της τέχνης. Πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις δύναται να περιοριστεί η ελευθερία έκφρασης του καλλιτέχνη; Για τη συμβατότητα του επιβαλλόμενου περιορισμού με το Σύνταγμα, πρέπει να λαμβάνεται υπόψη ότι το κράτος έχει αναλάβει την υποχρέωση να μην παρεμβαίνει αδικαιολόγητα στην σφαίρα ελευθερίας του καλλιτέχνη; Πώς αξιολογείται συνταγματικά η πρόθεση μελών της εθνικής αντιπροσωπείας να αξιώσουν την θέσπιση περιορισμών στην καλλιτεχνική έκφραση, μολονότι η ελευθερία της τέχνης προστατεύεται πρωτίστως έναντι των φορέων της δημόσιας εξουσίας;
I. Η ελευθερία της τέχνης στην ελληνική συνταγματική ιστορία
Η διάταξη του ά. 16 παρ. 1 εδ. α’ του ισχύοντος Συντάγματος δεν αποτελεί τη μοναδική διάταξη ελληνικού Συντάγματος που καθιστά την τέχνη συνταγματικώς προστατευόμενη. Παρόμοια διάταξη περιελάμβανε και το Σύνταγμα του 1927[2] το άρθρο 21 του οποίου προέβλεπε: “Η τέχνη και η επιστήμη και η διδασκαλία αυτών είναι ελεύθεραι, διατελούν δε υπό την προστασία του Κράτους το οποίο συμμετέχειν εις την επιμέλειαν και την εξάπλωσιν αυτών”. Σε αντίθεση με το Σ του 1927, το Σύνταγμα του 1952 δεν περιείχε ειδική διάταξη για την ελευθερία της τέχνης, η οποία παρέμενε συνταγματικώς απροστάτευτη.
Ι. 1. Η ελευθερία της τέχνης ως αλάνθαστο σήμα μιας φιλελεύθερης και δημοκρατικής κοινωνίας
Όπως προσφυώς έχει παρατηρηθεί: “η πρακτική αξία της κατοχύρωσης ενός ατομικού δικαιώματος δεν εξαρτάται τόσο από την συνταγματική του εξαγγελία, όσο από τη νομοθετική και διοικητική του ρύθμιση”[3]. Για παράδειγμα, υπό την ισχύ του Σ 1927 ο κοινός νομοθέτης, αναγνωρίζοντας την αυξημένη προστασία της τέχνης, αλλά και την κοινωνικής της αξία, εξαιρούσε[4] (άρθρο 30 του ν.5060/1931 “περί Τύπου”) από την έννοια του “άσεμνου εντύπου” τα έργα τέχνης, μη επιδεχόμενα κατασχέσεως.
Επομένως, η τέχνη αναπτύσσεται ελεύθερα μόνο εντός μιας δημοκρατικής κοινωνίας, όπου η καλλιτεχνική έκφραση είναι αυτόνομη από την κρατική βούληση[5]. Αντιθέτως, η εισαγωγή και λειτουργία λογοκριτικών μηχανισμών, προληπτικών ή κατασταλτικών είναι ίδιον αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων[6].
Τη συνταγματική και νομοθετική προστασία της τέχνης διαδέχθηκε – με την εγκαθίδρυση του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου – μια περίοδος θέσπισης έντονων και ασφυκτικών περιορισμών σε όλα τα πεδία της καλλιτεχνικής έκφρασης και της πολιτιστικής ζωής εν γένει[7].
Συγκεκριμένα, το 1936 συστάθηκε το Υφυπουργείο Τύπου και Τουρισμού[8] το οποίο “ρυθμίζει άπαντα τα ζητήματα τα αφορώντα εις την διαφώτισιν της δημόσιας γνώμης, ήτοι τα ζητήματα τα αναγόμενα εις τον ελληνικόν και ξένον ημερήσιον Τύπον, τα πάσης φύσεως συνέδρια και εκθέσεις, το θέατρον, τον κινηματογράφον, τας πλάκας γραμμοφώνου […] και εν γένει τας πάσης φύσεως εκδηλώσεις, ίνα αυταί ευρίσκωνται εντός του πλαισίου των εθνικών παραδόσεων και ιδεωδών”. Η δημιουργία του συγκεκριμένου Υφυπουργείου και οι αναγκαστικοί νόμοι 446/1937 και 1619/1939 συνέθεταν ένα νομικό πλαίσιο προληπτικής λογοκρισίας σε θέατρο, τραγούδι και βιβλίο. Με την αρμοδιότητα επιβολής της λογοκρισίας είχαν επιφορτιστεί οι αρμόδιες επιτροπές ελέγχου.
Στο μετεμφυλιακό κράτος, οι προαναφερθέντες περιορισμοί, όχι μόνο δεν ήρθησαν αλλά η ελευθερία της τέχνης δεν κατοχυρωνόταν στο Σ του 1952, με αποτέλεσμα η τέχνη να μην απολαμβάνει αυξημένης προστασίας ως ειδική μορφή έκφρασης, υπαγόμενη στο κανονιστικό πεδίο της γενικής ελευθερία της έκφρασης[9]. Κατά μείζονα λόγο οι εγγυήσεις του Τύπου δεν καταλάμβαναν την φωνογραφία, τον κινηματογράφο και τη ραδιοφωνία. Οι λογοκριτικοί μηχανισμοί επεκτάθηκαν κατά την περιόδο της δικτατορίας των Συνταγματαρχών[10], η οποία στηριζόμενη στο προγενέστερο νομοθετικό καθεστώς, συγκρότησε 8 πενταμελείς επιτροπές ελέγχου κινηματογραφικών ταινιών, θεατρικών έργων και μουσικών τεμαχίων, που υπάγονταν στην Γενική Διεύθυνση Τύπου.
Ι. 2. Η δυσκολία προσδιορισμού του εννοιολογικού περιεχομένου της τέχνης
Ο έντονος κρατικός έλεγχος της καλλιτεχνικής δημιουργίας και οι παντοειδείς μορφές λογοκρισίας της περιόδου 1936 – 1974, έπαυσαν με την πανηγυρική κατοχύρωση της ελευθερίας της τέχνης στο ά. 16 παρ. 1 εδ. α’ του Σ, η οποία συστεγάζεται στο ίδιο άρθρο με την επιστήμη και την ακαδημαϊκή ελευθερία, ακολουθώντας το πρότυπο του Θεμελιώδους Νόμου της Βόννης[11].
Για την οριοθέτηση της κανονιστικής εμβέλειας της διάταξης, κρίσιμος είναι ο εννοιολογικός προσδιορισμός της τέχνης. Το τι εστί “τέχνη” δεν εξειδικεύεται ούτε μόνο από την γνώση των ειδικών της τέχνης[12], ούτε από τις κρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις[13]. Άλλως, μόνο η κοινωνικά και αισθητικά αποδεκτή τέχνη θα απολάμβανε προστασίας. Είναι γνωστό, άλλωστε, πως η τέχνη ως μέσο έκφρασης αποτέλεσε πολλές φορές τρόπο αμφισβήτησης της κρατούσας κοινωνικής ηθικής ή ακόμα και των παραδεδεγμένων αντιλήψεων του “κόσμου της τέχνης”[14] για τον τρόπο αξιολόγησης και προσδιορισμού της.
Ο ορισμός της τέχνης πρέπει να είναι ανάλογος της θέσης που της επιφυλάσσει ο συνταγματικός νομοθέτης. Δηλαδή, ένας “στενόκαρδος”[15] ορισμός της τέχνης δεν θα συμβάδιζε με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του συγκεκριμένου δικαιώματος, αλλά και την αρχή in dubio pro libertate. Η τέχνη άλλωστε δεν είναι έννοια στατική και μονοσήμαντη, αλλά “σημαίνει τόσο πολλά ώστε να μην σημαίνει τίποτα”.
Συνεπώς τα κριτήρια[16] ορισμού της τέχνης ανεξαρτήτως του επιπέδου της (δεν προστατεύεται μόνο η “καλή τέχνη”)[17], που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη με διασταλτικό τρόπο είναι:
α. το θέμα του έργου τέχνης, β. η καλλιτεχνική μορφή του, γ. η δυνατότητα ανεξάντλητης ερμηνείας του από το κοινό, δ. η γνώμη των ειδικών της τέχνης.
Η ελευθερία της έκφρασης συνδέεται, αλλά δεν αποτελεί ειδική έκφανση της ελεύθερης έκφρασης στοχασμών, όπως εμφαίνεται από την ιδιαίτερη και αυτοτελή προστασία της στο Σύνταγμα. Συνδηλώσεις[18] της ελευθερίας της τέχνης είναι: η ελευθερία παραγωγής έργων τέχνης και κυκλοφορίας αυτών, αλλά και της πρόσβασης του κοινού σε έργα τέχνης. Συνεπώς φορείς του σχετικού δικαιώματος είναι, καταρχάς, οι καλλιτέχνες και οι μετέχοντες στη διάδοση της τέχνης (ενεργητική διάσταση), αλλά και το κοινό (παθητική διάσταση). Επομένως, είναι αναμφισβήτητη η φύση της ελευθερίας της τέχνης ως ατομικού δικαιώματος[19] που μετέχει τόσο στο status positivus, υπό την έννοια ότι το Κράτος πρέπει να λαμβάνει θετικά μέτρα για την προαγωγή της, όσο και στο status negativus, δεδομένου ότι οι ασκούντες το δικαίωμα έχουν αξίωση αποχής έναντι του Κράτους και κάθε τρίτου που θα περιόριζε την ακώλυτη άσκησή του. Το ά. 16 παρ. 1 εδ. α’ έχει διττό χαρακτήρα[20] αφού το Σύνταγμα εισάγει και εγγύηση θεσμού, η οποία έχει ως συνέπεια την θεμελίωση κρατικής υποχρέωσης για ενίσχυση της τέχνης.
Τέλος η ελευθερία της τέχνης είναι ανεπιφύλακτο δικαίωμα. Η ανεπιφύλακτη κατοχύρωσή της “έχει την έννοια ότι η προστασία της απαγορεύει την επιβολή άμεσων περιορισμών, όχι δε καταρχήν έμμεσων ή συμπτωματικών”[21].
II. Τέχνη και ρητορική μίσους
Ο πολυεπίπεδος συνταγματισμός, ως εκφράζεται κυρίως μέσω της πολλαπλής προστασίας των ατομικών ελευθερίων, επαυξάνει το πεδίο προστασίας ενός δικαιώματος. Η ελευθερία της τέχνης, για παράδειγμα, μολονότι δεν κατοχυρώνεται αυτοτελώς στην ΕΣΔΑ, θεωρείται μορφή έκφρασης και προστατεύεται από την διάταξη του ά. 10 ΕΣΔΑ, υπαγόμενη ωστόσο και στους γενικούς θεμιτούς περιορισμούς της παρ. 2[22](ή εκφεύγει πλήρως του προστατευτικού πεδίου του ά. 10 ΕΣΔΑ. Βλ. κυρίως την ΕΔΔΑ, 2.10.2008, Leroy κ. Γαλλίας[23], όπου κρίθηκε πως γελοιογραφία επιδοκιμαστική της τρομοκρατικής βίας κείται εκτός της εμβέλειας του ά. 10).
Και για την ελευθερία της τέχνης, επομένως, ισχύει η νομολογιακή παραδοχή του ΕΔΔΑ στη σημαίνουσα υπόθεση Handyside κ. Ηνωμένου Βασιλείου[24], σύμφωνα με την οποία σε μια δημοκρατική κοινωνία είναι επιβεβλημένη η ανοχή απόψεων, ενοχλητικών ιδεών που χλευάζουν ή προσβάλλουν. Ιδίως για την καλλιτεχνική έκφραση νομολογήθηκε με την Müller κ. Ελβετίας[25] πως “η ελευθερία της έκφρασης δεν εφαρμόζεται μόνο ως προς τις πληροφορίες ή ιδέες που γίνονται ευμενώς δεκτές ή θεωρούνται αβλαβείς ή αδιάφορες, αλλά και για εκείνες που προσβάλλουν, σοκάρουν ή ενοχλούν το κράτος ή οποιοδήποτε τμήμα του πληθυσμού […]”.
Η ελευθερία της τέχνης, αν και ανεπιφύλακτο, δεν δύναται να θεωρηθεί απόλυτο δικαίωμα. Επιδέχεται εξίσου των απολύτως αναγκαίων και αναλογικών περιορισμών, ενώ ορισμένες φορές ισχύουν για την καλλιτεχνική έκφραση όσα ισχύουν και για την γενική ελευθερία της έκφρασης δηλαδή “μπορεί καταρχήν να θεωρηθεί αναγκαία σε ορισμένες δημοκρατικές κοινωνίες η επιβολή ή ακόμα και η πρόληψη όλων των μορφών έκφρασης που διαδίδουν, προτρέπουν, προάγουν ή δικαιολογούν το μίσος με βάση τη μισαλλοδοξία (συμπεριλαμβανομένης και της θρησκευτικής μισαλλοδοξίας), υπό την προϋπόθεση ότι οι διατυπώσεις, οι προϋποθέσεις, περιορισμοί ή κυρώσεις που επιβάλλονται είναι ανάλογες προς τον επιδιωκόμενο θεμιτό σκοπό”[26].
Ωστόσο, είναι σύνηθες με πρόσχημα τον περιορισμό των απόψεων που υποδηλώνουν μίσος να εισάγονται συγκεκαλυμμένοι περιορισμοί στην ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης με τη θέσπιση ενός υπέρμετρα αυστηρού νομικού πλαισίου, που επιφέρει το λεγόμενο “αποτρεπτικό αποτέλεσμα”[27] (chilling effect) ωθώντας εν τέλει τους καλλιτέχνες και στην αυτολογοκρισία.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από την προβληματική παρόμοιων νομοθετημάτων, όπως του αντιρατσιστικού νόμου[28]. Προσφάτως, δε, το παραπάνω θέμα απασχόλησε τη δημόσια σφαίρα, κατά την ενσωμάτωση στην ελληνική τάξη της Οδηγία 2010/13 (που ενσωματώθηκε με τον ν. 4779/2021) σχετική με τις υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων. Τα ως άνω ζητήματα ανέκυψαν ένεκα της αρχικής διατύπωσης του άρθρου 8[29] του επίμαχου νόμου, το οποίο λόγω της ασκηθείσας κριτικής, έλαβε διαφορετικό περιεχόμενο[30]. Η αλλαγή που επήλθε φαίνεται πως προσεγγίζει κατά ορθότερο τρόπο την σχέση τέχνης – ρατσιστικού λόγου, ώστε τελικώς να διασφαλίζεται η κυριότερη επιδίωξη του νόμου, δηλαδή, “η στάθμιση μεταξύ της καλλιτεχνικής δημιουργίας και του σεβασμού της ίσης αξιοπρέπειας όλων των ανθρώπων”.
III. Οι εγγυήσεις της ραδιοτηλεόρασης ως όριο στην ελευθερία της τέχνης
Η ελευθερία της τέχνης συρρέει με την ελευθερία του Τύπου και της ραδιοτηλεόρασης, υπό την έννοια ότι ο Τύπος και η ραδιοτηλεόραση αποτελούν μέσα μετάδοσης και προαγωγής της καλλιτεχνικής έκφρασης.
Όταν επιλέγεται ως μέσο μετάδοσης ή προβολής ενός καλλιτεχνικού προϊόντος, το ραδιόφωνο ή η ραδιοτηλεόραση, υπόκεινται στο ειδικό καθεστώς του ά. 15 παρ. 2 Συντ.[31] (βλ. ΣτΕ 3490/2006, 2838/2014). Το ίδιο άλλωστε το ά. 15 παρ. 2 εδ. γ’ αναφέρεται ρητά στα “προϊόντα του λόγου και της τέχνης”.
Στις 12.4.2021 κατά τη διάρκεια της εκπομπής “ΦΛΕΡΤ” που προβάλλει η δημόσια τηλεόραση, μεταδόθηκε το τραγούδι “Είμαι κουκουλοφόρος”. Η μετάδοση του τραγουδιού, λόγω του περιεχομένου του, αποτέλεσε αντικείμενο κοινοβουλευτικού ελέγχου μέσω της υποβολής ερώτησης[32], που απευθυνόταν προς τον Υφυπουργό παρά τω Πρωθυπουργώ, αρμόδιο για θέματα επικοινωνίας και ενημέρωσης. Οι ερωτώντες βουλευτές της κυβερνητικής πλειοψηφίας έθεσαν την εξής ερώτηση: “Θα υπάρξει έλεγχος για το περιεχόμενο της εκπομπής προκειμένου να απόσχει στο μέλλον από παρόμοιες ενέργειες που προκαλούν την κοινή γνώμη;”.
Κάθε ελεγκτική παρέμβαση με το συγκεκριμένο περιεχόμενο που περιγράφουν οι ερωτώντες βουλευτές θα αποτελούσε, όχι μόνο συνταγματικώς ανεπίτρεπτο περιορισμό στην ελευθερία της τέχνης (ακόμα και της έκφρασης σε ό, τι αφορά τον ή τη δημοσιογράφο), αλλά θα συνιστούσε και αντιποίηση αρμοδιότητας, δεδομένου ότι το ΕΣΡ[33] διαθέτει την αποκλειστική αρμοδιότητα ελέγχου του περιεχόμενου των εκπεμπόμενων προγραμμάτων, όπως άλλωστε επιβεβαίωσαν ο ερωτηθείς Υφυπουργός[34], αλλά και ο Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΡΤ[35].
Το δε γεγονός ότι το συγκεκριμένο τραγούδι μεταδόθηκε από την δημόσια τηλεόραση, όχι μόνο δεν καθιστά επιβεβλημένη ή ευχερέστερη την επιβολή περιορισμών, αλλά εντείνει την υπάρχουσα αξίωση αποχής και υποχρέωσης λήψης θετικών μέτρων, ώστε στη δημόσια τηλεόραση να προβάλλονται όλες – αδιακρίτως και ανεξαιρέτως, κατ’ αντικειμενικό και ίσο τρόπο – οι μορφές έκφρασης και κυρίως όσες δεν ταυτίζονται με τις κοινωνικές ή κρατικές αντιλήψεις. Το κανονιστικό βάρος, άλλωστε, μιας διάταξης εκδηλώνεται όταν ένα δικαίωμα απειλείται ή πρόκειται να περισταλεί.
Στην παρόμοια περίπτωση, Leroy κ. Γαλλίας[36], το ΕΔΔΑ δέχθηκε πως η καταδίκη του σκιτσογράφου για γελοιογραφία που εξυμνούσε την τρομοκρατία δεν παραβίαζε το άρθρο 10 ΕΣΔΑ. Έλαβε, ωστόσο, υπόψη πως η γελοιογραφία σε συνδυασμό με τη λεζάντα που τη συνόδευε αποτελούσαν εκδήλωση ηθικής αλληλεγγύης προς τους τρομοκράτες με τρόπο τέτοιο, ώστε να προσβάλλεται η μνήμη των θυμάτων και η αξιοπρέπεια των συγγενών τους. Ενώ, συνεκτίμησε πως η γελοιογραφία ήταν δυνατό να προκαλέσει κοινωνικές αναταραχές. Παράμετροι που δεν φαίνεται να συντρέχουν εν προκειμένω, ιδίως αν ληφθεί υπόψη πως το επίμαχο τραγούδι έχει τεθεί σε κυκλοφορία ήδη από το 2010.
Κάθε μορφή περιορισμού από μέρους των φορέων της κρατικής εξουσίας πρέπει να “εκδηλώνεται με αυτοσυγκράτηση και να απολήγει σε αιτιολογημένες αποφάσεις”[37]με σκοπό την προστασία άλλων, τυπικώς ισοδύναμων ατομικών ελευθεριών, όπως η θρησκευτική ελευθερία, η προστασία της νεότητας, ο σεβασμός της αξίας του ανθρώπου.
IV. Επίμετρο: Το δικαίωμα στην προσβολή και η πολιτική εξουσία
Είναι, επομένως, ασύμβατη με τον φιλελεύθερο και δημοκρατικό χαρακτήρας του πολιτεύματος μας, η προσπάθεια ταύτισης των κοινωνικών και των κρατικών αντιλήψεων, πολλώ δε μάλλον η απόπειρα χειραγώγησης της κοινής γνώμης δια της τέχνης ή η λήψη μέτρων από μέρους της κρατικής εξουσίας για την προστασία του λαού από “βλαπτικές” μορφές καλλιτεχνικής έκφρασης.
Τέτοιες πρακτικές υιοθετούσαν απολυταρχικά καθεστώτα, όπως η ΕΣΣΔ όπου ίσχυε υποχρεωτικώς το εξής: “η διαφορά μεταξύ του νατουραλισμού, του ιμπρεσιονισμού και του σοσιαλιστικού ρεαλισμού είναι η εξής: Οι νατουραλιστές ζωγραφίζουν ό, τι βλέπουν, οι ιμπρεσιονιστές ό, τι αισθάνονται και οι σοσιαλρεαλιστές ό, τι τους λένε”.
Με τα λόγια του μεγάλου στοχαστή R. Dworkin[38]: “σε μια δημοκρατία κανείς, ανεξάρτητα από το πόσο ικανός ή αδύναμος είναι, δεν μπορεί να έχει το δικαίωμα να μην προσβάλλεται”.
Κωνσταντίνος Γ. Μουρτοπάλλας
Μεταπτυχιακός φοιτητής Νομικής ΔΠΘ
Υποσημειώσεις:
[1] Λιαλιούτη Μ., Στην κατσαρόλα του Μιθριδάτη, σε εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 28.5.2021.
[2] Μαυριάς Κ. – Παντελής Α., Συνταγματικά Κείμενα, Ελληνικά και Ξένα, εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, 3η έκδοση, Αθήνα – Κομοτηνή, 1996, σελ. 146.
[3] Μάνεσης Αρ., Συνταγματικά δικαιώματα, Τόμος α’, ατομικές ελευθερίες, πανεπιστημιακές παραδόσεις (φωτοτυπική ανατύπωση), εκδ. Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα – Θεσσαλονίκη, σελ. 71.
[4] Δαρέλλη Δ., Η ελευθερία της τέχνης, σε: Συλλογικό (Βλαχόπουλος Σπ.), Θεμελιώδη Δικαιώματα, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2017, σελ. 315.
[5] Παπαδημητρίου Γ., Ηελευθερία της τέχνης και το Σύνταγμα, σε: Δίκαιο Μέσων Ενημέρωσης και Επικοινωνίας, Τεύχος 1ο, 2006, σελ. 18 – 21 και ιδίως σελ. 19 και 21.
[6] Χριστόπουλος Δ., Η λογοκρισία ως στιγμή εξουσίας, σε: Συλλογικό, Η λογοκρισία στην Ελλάδα, εκδ. Ιδρύματος Ρόζα Λούξεμπουργκ, Αθήνα, 2016, σελ. 295 επ.
[7] Γκλαβίνας Γ., Το προληπτικό «ψαλίδι» του κράτους, σε Εφημερίδα των Συντακτών, 10.4. 2016, διαθέσιμο και σε: https://www.efsyn.gr/themata/fantasma–tis–istorias/65142_proliptiko–psalidi–toy–kratoys
[8] Ibid.
[9] Ibid.
[10] Αλιβιζάτος Ν., Το Σύνταγμα και οι εχθροί του στη νεοελληνική ιστορία 1800 – 2010, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2011, σελ. 416 επ.
[11] Παπαδημητρίου Γ., Ηελευθερία της τέχνης και το Σύνταγμα, όπ.π., σελ. 18 – 19. Βλ. και Μαρκόπουλος Ν., Καλλιτεχνική – σατιρική έκφραση (Άρθρο 14), σε: Συλλογικό, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Φ. Σπυρόπουλος – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης, εκδ. Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα, 2017, σελ. 340, όπου αναφέρεται σε απόφαση του Γερμανικού Συνταγματικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου σχετικά με την ελευθερία της καλλιτεχνικής έκφρασης (“Mephisto”, BVerfGE 30, 173/1971).
[12] Δαρέλλη Δ., Η ελευθερία της τέχνης, σε: Συλλογικό (Βλαχόπουλος Σπ.), Θεμελιώδη Δικαιώματα, όπ. π., σελ. 312. Βλ. όμως και σελ. 316 όπου αναφέρεται σχετικώς με την κατ’ εξαίρεση κατάσχεση έντυπου έργου τέχνης πως: “ [..] για τον χαρακτηρισμό ενός έργου ως τέχνης ο εισαγγελέας μπορεί να προκαλέσει συμβουλευτική γνωμοδότηση πενταμελούς επιτροπής, την οποία διορίζει ο ίδιος από παιδαγωγούς, καθηγητές της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών και μέλη συλλόγων για την προστασία της παιδικής ηλικίας”.
[13] Ibid.
[14] Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πίνακας του Manet “Olympia” που απορρίφθηκε από τους ειδικούς της έκθεσης του Παρισιού και εκτέθηκε στο salon de refuses:
[15] Δαρέλλη Δ., Η ελευθερία της τέχνης, σε: Συλλογικό (Βλαχόπουλος Σπ.), Θεμελιώδη Δικαιώματα, όπ. π., σελ. 312.
[16] Lunardi S., Χριστόπουλου Δ., και Δημούλη Δ., Όρια της ελευθερίας της τέχνης και του φιλελευθερισμού, σε: Θέσεις, Τριμηνιαία Επιθεώρηση, διαθέσιμο και σε: http://www.theseis.com/index2.php?option=com_content&do_pdf=1&id=1126
[17] Μάνεσης Αρ., Συνταγματικά δικαιώματα, Τόμος α’, ατομικές ελευθερίες, πανεπιστημιακές παραδόσεις (φωτοτυπική ανατύπωση), όπ. π., σελ. 43. “Με τα δεδομένα αυτά, στην έννοια της τέχνης δεν εμπεριέχεται το στοιχείο της καλής ποιότητας ενός έργου, το οποίο θέτει ανυπέρβλητα προβλήματα, και δύναται να ακυρώσει, εν τοις πράγμασι, την αυξημένη συνταγματική προστασία της τέχνης. Κατοχυρώνεται λοιπόν η ελευθερία της τέχνης, όχι της καλής τέχνης […]”. Βλ. και όπ. π., υποσημ. 15.
[18] Χρυσόγονος Κ. – Βλαχόπουλος Σπ., Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, 4η έκδοση, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2017, σελ. 370 επ.
[19] Σαριαφανός Δ., Η ελευθερία της τέχνης (Άρθρο 16), σε: Συλλογικό, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Φ. Σπυρόπουλος – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης, εκδ. Σάκκουλα ΑΕ, Αθήνα, 2017, σελ. 406 επ.
[20] Παπαδημητρίου Γ., Η ελευθερία της τέχνης και το Σύνταγμα, όπ.π., σελ. 20 – 21.
[21] Τσακυράκης Στ., Θρησκεία κατά τέχνης, εκδ. ΠΟΛΙΣ, Αθήνα, 2005, σελ. 193.
[22] Μαρκόπουλος Ν., Καλλιτεχνική – σατιρική έκφραση (Άρθρο 14), σε: Συλλογικό, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Φ. Σπυρόπουλος – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης, όπ. π., σελ. 340.
[23] Διαθέσιμη σε: https://hudoc.echr.coe.int/eng-press#{%22itemid%22:[%22003-2501837-2699727%22
[24] Σταυρινάκη Τ., Άρθρο 10 (Ελευθερία της έκφρασης), σε: Συλλογικό (Σισιλιάνος Λ. Α.), Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, ερμηνεία κατ’ άρθρο, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2013, σελ. 407.
[25] Ibid.
[26] Βλ. ΕΔΔΑ, Günduz κ. Τουρκίας, 4.12.2003, παρ. 40, Erbakan κ. Τουρκίας, 6.10.2006, παρ. 56, Sürek κ. Τουρκίας, 8.7.1999, παρ. 62 (όπ. π., υποσημ. 24, 25).
[27] Φωτιάδου Α., Τι είναι το «πάγωμα του λόγου»; διαθέσιμο σε: https://www.syntagmawatch.gr/ask-a-question/ti-einai-to-pagoma-tou-logou/
[28] Δερβιτσιώτης Α., συνέντευξη σε: Παρατηρητής της Θράκης, 3.9.2014, όπου αναλύονται εκτενώς τα προβλήματα συνταγματικότητας του εν λόγω νομοσχεδίου (https://www.paratiritis-news.gr/news/alkis-dervitsiotis-anaplirotis-kathigitis-syntagmatikou-dikaiou-nomikis-scholis-dpth-eimai-ypervolika-feidolos-se-oti-afora-sti-dievrynsi-tis-syberiforas-pou-poinikopoieitai-2/)
[29] Βλ. την αρχική διατύπωση του ά. 8: “Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών μέσων δεν πρέπει:
α) να εμπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή μίσος εναντίον ομάδας ανθρώπων ή μέλους ομάδας, ιδίως λόγω φύλου, φυλής, χρώματος, εθνοτικής καταγωγής, ιθαγένειας ή κοινωνικής προέλευσης, γενετικών χαρακτηριστικών, γλώσσας, θρησκείας ή πεποιθήσεων, πολιτικών φρονημάτων ή κάθε άλλης γνώμης, ιδιότητας μέλους εθνικής μειονότητας, περιουσίας, γέννησης, αναπηρίας, ηλικίας ή σεξουαλικού προσανατολισμού, β) να εμπεριέχουν δημόσια πρόκληση σε τέλεση τρομοκρατικού εγκλήματος (άρθρο 187Α ΠΚ)”.
[30] Την τελική διατύπωση του επίμαχου άρθρου: “Οι υπηρεσίες οπτικοακουστικών µέσων δεν πρέπει να εµπεριέχουν υποκίνηση σε βία ή µίσος εναντίον οµάδας ανθρώπων ή µέλους οµάδας που προσδιορίζεται µε βάση τα χαρακτηριστικά της φυλής, το χρώµα, την εθνική ή εθνοτική καταγωγή, τις γενεαλογικές καταβολές, τη θρησκεία, την αναπηρία, τον γενετήσιο προσανατολισµό, την ταυτότητα ή τα χαρακτηριστικά φύλου”. Τα παραπάνω διαθέσιμα σε: https://www.hellenicparliament.gr/Nomothetiko-Ergo/Katatethenta-Nomosxedia/?law_id=eeb45f8b-51b5-4694-8ef5-acc4010659ba
[31] Πυργάκης Δ., Ελευθερία του λόγου και η ελευθερία της τέχνης μέσω της ραδιοτηλεόρασης (Άρθρο 15), σε: Συλλογικό, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Φ. Σπυρόπουλος – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης, όπ. π., σελ. 368 – 369.
[32] Διαθέσιμη σε: https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/c0d5184d-7550-4265-8e0b-078e1bc7375a/11622121.pdf
[33] Πυργάκης Δ., Κανονιστική αρμοδιότητα του ΕΣΡ (Άρθρο 15), σε: Συλλογικό, Σύνταγμα κατ’ άρθρο ερμηνεία, Φ. Σπυρόπουλος – Ξ. Κοντιάδης – Χ. Ανθόπουλος – Γ. Γεραπετρίτης, όπ. π., σελ. 371 επ.
[34] Βλ. https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/67715b2c-ec81-4f0c-ad6a-476a34d732bd/11645791.pdf
[35] Βλ. https://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/67715b2c-ec81-4f0c-ad6a-476a34d732bd/11645792.pdf
[36] Βλ. https://www.echr.coe.int/Documents/FS_Hate_speech_ELL.pdf
[37] Παπαδημητρίου Γ., Η ελευθερία της τέχνης και το Σύνταγμα, όπ.π., σελ. 20 – 21.
[38] Dworkin R., Η ελευθερία του λόγου και το δικαίωμα στην γελοιοποίηση, σε: Ελευθεροτυπία, 23.3.2006.