Στις βουλευτικές εκλογές της 9ης Απριλίου 2000, το ποσοστό συμμετοχής του εκλογικού σώματος (δηλαδή των Ελλήνων πολιτών, που δύνανται να συμμετέχουν στην ψηφοφορία) ανερχόταν σε 74,97% (ήτοι, 7.026.527 εκλογείς, από το σύνολο του εκλογικού σώματος, που ανερχόταν σε 9.372.541). Σε μόλις 19 χρόνια, δηλαδή, στις εκλογές της 7ης Ιουλίου 2019, το εν λόγω ποσοστό μειώθηκε σε 57,78% (ήτοι, 5.769.644 εκλογείς, από το σύνολο του εκλογικού σώματος, που ανερχόταν σε 9.984.934)[1].
Ο Ξενοφών Κοντιάδης παρατηρεί πως η αυξημένη αποχή των πολιτών, από την εκλογική διαδικασία, συνδυασμένη με ορισμένα ακόμη φαινόμενα, συνηγορεί υπέρ της ανάπτυξης μιας κατάστασης “ελλειμματικής δημοκρατίας”[2]. Επιπρόσθετα, ο Γιάννης Ιωαννίδης τονίζει πως, σε μία εκλογή, όσο σημαντική είναι η ποσότητα της συμμετοχής, τόσο σημαντική είναι και η ποιότητα αυτής[3].
Πιο συγκεκριμένα, στο δημοκρατικό μας πολίτευμα, ο λαός εν στενή εννοία (ήτοι, το εκλογικό σώμα), αποτελεί το κυρίαρχο όργανο του Κράτους[4]. Ο λαός συμμετέχει στην εκλογή των Βουλευτών, των αντιπροσώπων της Ελλάδος στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, των αρχών της τοπικής αυτοδιοίκησης και αποφαίνεται επί δημοψηφίσματος, που τίθεται ενώπιον του, σύμφωνα με το άρθρο 44 παράγραφος 2 του Συντάγματος (εφεξής και για χάρη συντομίας, Σ 44 παρ. 2)[5].
Όπως προκύπτει από όσα προαναφέρονται, ο λαός εκφράζει τη θέλησή του μέσα από την ψηφοφορία. Στο Σ 51 παρ. 3, 4 και 5 και στο Σ 52 αναλύονται οι αρχές που διέπουν την ψήφο[6]. Ειδικότερα, οι εν λόγω αρχές είναι οι ακόλουθες: η αρχή της καθολικότητας, της αμεσότητας, της μυστικότητας, της προσωπικής ψήφου των εντός επικρατείας πολιτών, της επιστολικής ψήφου των εκτός επικρατείας πολιτών, της ολικής ανανέωσης της Βουλής, της ταυτόχρονης διενέργειας της ψηφοφορίας, της υποχρεωτικότητας της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος και της γνησιότητας της ψηφοφορίας. Τέλος, υποστηρίζεται στην επιστήμη πως στις αρχές που αναφέρονται ανωτέρω πρέπει να προστεθεί και η αρχή της ισότητας της ψήφου, η οποία δίχως να αναφέρεται ρητά στο Σύνταγμα, απορρέει από τη δημοκρατική αρχή[7].
Ως προς τη νομική φύση της ψήφου, παρατηρείται διχογνωμία. Κατά μία άποψη, το εκλογικό δικαίωμα είναι ατομικό και εναπόκειται στην κρίση του δικαιούχου του αν θα το ασκήσει ή όχι. Κατά άλλη άποψη, η άσκηση του εκλογικού “δικαιώματος”, αποτελεί αρμοδιότητα, δηλαδή, δημόσιο λειτούργημα[8]. Συνεπώς, η άσκησή του είναι υποχρεωτική. Οι δύο αντίθετες μεταξύ τους απόψεις, που προαναφέρονται, προέρχονται από τη γαλλική επανάσταση. Πιο συγκεκριμένα, η άποψη που συνηγορεί υπέρ του δικαιώματος της ψήφου, έλκει τη καταγωγή της στη Συμβατική Συνέλευση (1792 – 1795)[9]· αντίθετα, η άποψη που υποστηρίζει πως η ψήφος αποτελεί αρμοδιότητα, προέρχεται από τη Συντακτική Συνέλευση[10] (1789 – 1791)[11].
Η υποχρεωτικότητα της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος πρωτοεφαρμόστηκε στο Βέλγιο, το 1893, ως απόρροια της εκτεταμένης αποχής, που διάβρωνε τη δημοκρατία. Ωστόσο, μόλις λίγα δημοκρατικά κράτη ακολουθούν τη συγκεκριμένη οδό. Έχει παρατηρηθεί πως, η υποχρεωτική ψήφος ωθεί στις κάλπες εκλογείς μετριοπαθών θέσεων και κατ’ επέκταση συνηγορεί υπέρ των κομμάτων που βρίσκονται στην εξουσία. Επιπρόσθετα, υποστηρίζεται πως είναι μάλλον αδύνατη η επιβολή κυρώσεων στους εκλογείς που δεν ψηφίζουν, καθώς αυτή η μέθοδος θα ωθούσε τους τελευταίους στην καταψήφιση των κομμάτων που κυβερνούν, κατά τη στιγμή της επιβολής, με την πρώτη ευκαιρία. Παρόλα αυτά, η υποχρεωτική ψήφος φέρει και παιδαγωγικό χαρακτήρα, μειώνοντας σημαντικά την αποχή. Συνεπώς, από όσα αναφέρονται ανωτέρω, προκύπτει πως η διχογνωμία αναφορικά με την υποχρεωτικότητα ή μη της ψήφου, παρουσιάζει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον[12].
Όσον αφορά το Ελληνικό Σύνταγμα, γίνεται δεκτό ότι συσχετίζει και τις δύο απόψεις, που προαναφέρονται. Το Σ 51 παρ. 5 εισάγει την υποχρεωτική άσκηση του δικαιώματος και κατ’ επέκταση, μετατρέπει το εκλογικό δικαίωμα σε δημόσια λειτουργία. Πρόκειται για λειτουργικό δικαίωμα (droit fonction), σύμφωνα με την ορολογία του ιδιωτικού δικαίου[13]. Σύμφωνα με τις διδαχές του Αστικού Δικαίου, τα λειτουργικά δικαιώματα προσπορίζουν στο φορέα τους τόσο εξουσία, όσο και υποχρέωση άσκησής τους, καθώς υπηρετούν άξια προστασίας συμφέροντα άλλων προσώπων ή του κοινωνικού συνόλου[14]. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι στην Ελλάδα η ψήφος είναι υποχρεωτική, δεν είναι γνωστή κάποια περίπτωση επιβολής ποινικών κυρώσεων[15].
Η υποχρεωτικότητα της ψήφου, πάντως, δεν επιδρά, σε καμία περίπτωση, στην ελεύθερη διαμόρφωση του περιεχομένου της. Με άλλα λόγια, ο εκλογέας φέρει την ελευθερία να ψηφίσει ένα συγκεκριμένο πολιτικό κόμμα, ένα συγκεκριμένο υποψήφιο ή να ρίξει λευκή ψήφο[16].
Εν κατακλείδι, έχουν διαμορφωθεί δύο αντίθετες, μεταξύ τους, απόψεις, αναφορικά με τη νομική φύση της ψήφου. Η μία υποστηρίζει πως η ψήφος είναι δικαίωμα και συνεπώς προαιρετική, ενώ η άλλη υποστηρίζει πως η ψήφος αποτελεί λειτούργημα και κατ’ επέκταση υποχρεωτική. Ανεξαρτήτως της άποψης που ενστερνίζεται κανείς, όμως, αναμφισβήτητα η συμμετοχή στην ψηφοφορία από το εκλογικό σώμα είναι νευραλγικής σημασίας για το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Οι εκλογείς, με την ψήφο τους, αποφασίζουν για το μέλλον τους και γι’ αυτό το λόγο, κρίνεται σκόπιμο να θεωρηθεί η συμμετοχή στην ψηφοφορία ως ηθικό καθήκον των τελευταίων. Η ψήφος αποτελεί την παρακαταθήκη που μας προσέφεραν οι πρόγονοί μας και έχουμε χρέος να την τιμήσουμε, καθώς μόνο μέσα από αυτή τη μέθοδο μπορούμε να διατηρήσουμε τη συμμετοχική μας δημοκρατία.
Κωνσταντίνος Κουρμπέτης
Αριστούχος απόφοιτος του Τμήματος Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Υποσημειώσεις:
[1] Υπουργείο Εσωτερικών (2021), Αποτελέσματα Εθνικών Εκλογών, Διαθέσιμο από: https://www.ypes.gr/apotelesmata-ethnikon-eklogon/ (Προσπελάστηκε στις 05-09-2021)
[2] Κοντιάδης Ξ. (2019), Ο Κίνδυνος της εκλογικής αποχής, Διαθέσιμο από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/o-kindynos-tis-eklogikis-apochis/ (Προσπελάστηκε στις 05-09-2021)
[3] Ιωαννίδης Γ. (2019), Ο κίνδυνος της εκλογικής αποχής και της εκλογικής συμμετοχής, Διαθέσιμο από: https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/o-kindynos-tis-eklogikis-apochis-kai-tis-eklogikis-simmetochis/ (Προσπελάστηκε στις 05-09-2021)
[4] Παντελής Α. (2016), Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη
[5] Σπυρόπουλος Φ. (2018), Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα
[6] Σύνταγμα της Ελλάδος (2019)
[7] Σπυρόπουλος Φ. (2018), Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα
[8] Παντελής Α. (2016), Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη
[9] Soboul A. (1974). The French Revolution: 1787–1799, New York: Random House
[10] Σπυρόπουλος Φ. (2018), Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα
[11] Μαρκόφ Β., Σομπούλ Α. (1990), 1789 Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΓΑΛΛΩΝ, Αθήνα: Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή»
[12] Παντελής Α. (2016), Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη
[13] Σπυρόπουλος Φ. (2018), Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα
[14] Γεωργιάδης Α. (2019), Γενικές Αρχές Αστικού Δικαίου, 5η έκδοση, Αθήνα: Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλα
[15] Παντελής Α. (2016), Εγχειρίδιο Συνταγματικού Δικαίου, Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Λιβάνη
[16] Σπυρόπουλος Φ. (2018), Συνταγματικό Δίκαιο, Αθήνα – Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Σάκκουλα